ΕΥΡΥΣΘΕΥΣ
Μάθε, ω γυναίκα, πως δεν θέλω σε χαϊδέψει
μήτε άλλο τίποτε θα πω για τη ζωή μου,
που να φανώ πως είμαι φοβητσάρης. Τούτη
την έχθρητα χωρίς να θέλω σάς την είχα·
ήξερα πως εξάδερφος ήμουν δικός σου
και με τον Ηρακλή τον γιο σου συγγενάδια.
Μα αν ήτανε δίκιον είτε όχι, θεός όμως,
990η Ήρα, μου ᾽βαλεν αυτό το ολέθριο πάθος!
Κι αφού τον είχα κάνει οχτρό μου κι είχα νιώσει
πως έπρεπε ν᾽ αγωνιστώ αυτόν τον αγώνα,
πολλά παθήματα για εκειόν εσοφιζόμουν
και στο σκοτάδι της νυχτός γεννοβολούσα
πώς τον οχτρό μου ξεπαστρεύοντας θα μπόρεια
στο εξής να μένω δίχως φόβο, ησυχασμένος,
ξέροντας πως δεν ήτανε τυχαίος ο γιος σου
μα αληθινός ήρωας· κι ας ήτανε κι οχτρός μου,
εγώ θα τον παινέσω τον γενναίον τον άντρα!
1000Κι αφού απ᾽ εκείνον γλίτωσα, σωστό δεν ήταν,
απ᾽ τα παιδιά του μισημένος, γιατί ξέραν
τα πάθια του πατρός των, να κινήσω κάθε
πέτρα τον θάνατό τους θέλοντας, κι ολούθες
καταποδιάζοντάς τα με όποιον τρόπο μπόρεια;
Έτσ᾽ ήταν μονάχα η ζωή μου ασφαλισμένη!
Μήπως και συ, αν την εδική μου τύχην είχες,
δεν θα κυνήγαες τα κακόβουλα βλαστάρια
του λιονταριού σου του εχθρικού με τα κακά όλα,
μα φρόνιμα θαν τ᾽ άφηνες στο Άργος να ζούνε;
Κανένας δεν θα σε πίστευε. Κι αν τότες όπου
το προθυμιόμουν δεν με σκότωσαν, τώρα είναι
1010με τους νόμους των Ελλήνων ιεροσυλία!
Αυτή ᾽ναι η απόκρισή μου· κι από τώρα πρέπει
να με ονομάζουνε και ικέτην και γενναίον.
Έτσι λοιπόν τον θάνατο εγώ δεν τον θέλω,
κι αν πάλι τη ζωή άφηνα, δεν θα λυπόμουν.
|