Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἡρακλεῖδαι (983-1017)


ΕΥΡΥΣΘΕΥΣ
γύναι, σάφ᾽ ἴσθι μή με θωπεύσοντά σε
μηδ᾽ ἄλλο μηδὲν τῆς ἐμῆς ψυχῆς πέρι
985λέξονθ᾽ ὅθεν χρὴ δειλίαν ὀφλεῖν τινα.
ἐγὼ δὲ νεῖκος οὐχ ἑκὼν τόδ᾽ ἠράμην·
ἤιδη γε σοὶ μὲν αὐτανέψιος γεγώς,
τῶι σῶι δὲ παιδὶ συγγενὴς Ἡρακλέει.
ἀλλ᾽ εἴτ᾽ ἔχρηιζον εἴτε μή—θεὸς γὰρ ἦν—
990Ἥρα με κάμνειν τήνδ᾽ ἔθηκε τὴν νόσον.
ἐπεὶ δ᾽ ἐκείνωι δυσμένειαν ἠράμην
κἄγνων ἀγῶνα τόνδ᾽ ἀγωνιούμενος,
πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην
καὶ πόλλ᾽ ἔτικτον νυκτὶ συνθακῶν ἀεί,
995ὅπως διώσας καὶ κατακτείνας ἐμοὺς
ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβωι,
εἰδὼς μὲν οὐκ ἀριθμὸν ἀλλ᾽ ἐτητύμως
ἄνδρ᾽ ὄντα τὸν σὸν παῖδα· καὶ γὰρ ἐχθρὸς ὢν
ἀκούσεταί †γ᾽ ἐσθλὰ† χρηστὸς ὢν ἀνήρ.
1000κείνου δ᾽ ἀπαλλαχθέντος οὐκ ἐχρῆν μ᾽ ἄρα,
μισούμενον πρὸς τῶνδε καὶ ξυνειδότα
ἔχθραν πατρώιαν, πάντα κινῆσαι πέτρον
κτείνοντα κἀκβάλλοντα καὶ τεχνώμενον;
τοιαῦτα δρῶντι τἄμ᾽ ἐγίγνετ᾽ ἀσφαλῆ.
1005οὔκουν σύ γ᾽ ἀναλαβοῦσα τὰς ἐμὰς τύχας
ἐχθροῦ λέοντος δυσμενῆ βλαστήματα
ἤλαυνες ἂν κακοῖσιν ἀλλὰ σωφρόνως
εἴασας οἰκεῖν Ἄργος· οὔτιν᾽ ἂν πίθοις.
νῦν οὖν ἐπειδή μ᾽ οὐ διώλεσαν τότε
1010πρόθυμον ὄντα, τοῖσιν Ἑλλήνων νόμοις
οὐχ ἁγνός εἰμι τῶι κτανόντι κατθανών·
πόλις τ᾽ ἀφῆκε σωφρονοῦσα, τὸν θεὸν
μεῖζον τίουσα τῆς ἐμῆς ἔχθρας πολύ.
προσεῖπας, ἀντήκουσας· ἐντεῦθεν δὲ χρὴ
1015τὸν προστρόπαιον †τόν τε γενναῖον† καλεῖν.
οὕτω γε μέντοι τἄμ᾽ ἔχει· θανεῖν μὲν οὐ
χρήιζω, λιπὼν δ᾽ ἂν οὐδὲν ἀχθοίμην βίον.


ΕΥΡΥΣΘΕΥΣ
Μάθε, ω γυναίκα, πως δεν θέλω σε χαϊδέψει
μήτε άλλο τίποτε θα πω για τη ζωή μου,
που να φανώ πως είμαι φοβητσάρης. Τούτη
την έχθρητα χωρίς να θέλω σάς την είχα·
ήξερα πως εξάδερφος ήμουν δικός σου
και με τον Ηρακλή τον γιο σου συγγενάδια.
Μα αν ήτανε δίκιον είτε όχι, θεός όμως,
990η Ήρα, μου ᾽βαλεν αυτό το ολέθριο πάθος!
Κι αφού τον είχα κάνει οχτρό μου κι είχα νιώσει
πως έπρεπε ν᾽ αγωνιστώ αυτόν τον αγώνα,
πολλά παθήματα για εκειόν εσοφιζόμουν
και στο σκοτάδι της νυχτός γεννοβολούσα
πώς τον οχτρό μου ξεπαστρεύοντας θα μπόρεια
στο εξής να μένω δίχως φόβο, ησυχασμένος,
ξέροντας πως δεν ήτανε τυχαίος ο γιος σου
μα αληθινός ήρωας· κι ας ήτανε κι οχτρός μου,
εγώ θα τον παινέσω τον γενναίον τον άντρα!
1000Κι αφού απ᾽ εκείνον γλίτωσα, σωστό δεν ήταν,
απ᾽ τα παιδιά του μισημένος, γιατί ξέραν
τα πάθια του πατρός των, να κινήσω κάθε
πέτρα τον θάνατό τους θέλοντας, κι ολούθες
καταποδιάζοντάς τα με όποιον τρόπο μπόρεια;
Έτσ᾽ ήταν μονάχα η ζωή μου ασφαλισμένη!
Μήπως και συ, αν την εδική μου τύχην είχες,
δεν θα κυνήγαες τα κακόβουλα βλαστάρια
του λιονταριού σου του εχθρικού με τα κακά όλα,
μα φρόνιμα θαν τ᾽ άφηνες στο Άργος να ζούνε;
Κανένας δεν θα σε πίστευε. Κι αν τότες όπου
το προθυμιόμουν δεν με σκότωσαν, τώρα είναι
1010με τους νόμους των Ελλήνων ιεροσυλία!
Αυτή ᾽ναι η απόκρισή μου· κι από τώρα πρέπει
να με ονομάζουνε και ικέτην και γενναίον.
Έτσι λοιπόν τον θάνατο εγώ δεν τον θέλω,
κι αν πάλι τη ζωή άφηνα, δεν θα λυπόμουν.