Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (12.1-12.11)


[12.1] Ἀλλὰ γάρ, ἔφην ἐγώ, μή σε κατακωλύω, ὦ Ἰσχόμαχε, ἀπιέναι ἤδη βουλόμενον.
Μὰ Δί᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες· ἐπεὶ οὐκ ἂν ἀπέλθοιμι πρὶν ‹ἂν› παντάπασιν ἡ ἀγορὰ λυθῇ.
[12.2] Νὴ Δί᾽, ἔφην ἐγώ, φυλάττῃ γὰρ ἰσχυρῶς μὴ ἀποβάλῃς τὴν ἐπωνυμίαν, τὸ ἀνὴρ καλὸς κἀγαθὸς κεκλῆσθαι. νῦν γὰρ πολλῶν σοι ἴσως ὄντων ἐπιμελείας δεομένων, ἐπεὶ συνέθου τοῖς ξένοις, ἀναμένεις αὐτούς, ἵνα μὴ ψεύσῃ.
Ἀλλά τοι, ὦ Σώκρατες, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, οὐδ᾽ ἐκεῖνά μοι ἀμελεῖται ἃ σὺ λέγεις· ἔχω γὰρ ἐπιτρόπους ἐν τοῖς ἀγροῖς.
[12.3] Πότερα δέ, ἐγὼ ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ὅταν δεηθῇς ἐπιτρόπου, καταμαθὼν ἄν που ᾖ ἐπιτροπευτικὸς ἀνήρ, τοῦτον πειρᾷ ὠνεῖσθαι, ὥσπερ, ὅταν τέκτονος δεηθῇς, καταμαθὼν εὖ οἶδ᾽ ὅτι ἄν που ἴδῃς τεκτονικόν, τοῦτον πειρᾷ κτᾶσθαι, ἢ αὐτὸς παιδεύεις τοὺς ἐπιτρόπους;
[12.4] Αὐτὸς νὴ Δί᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πειρῶμαι παιδεύειν. καὶ γὰρ ὅστις μέλλει ἀρκέσειν, ὅταν ἐγὼ ἀπῶ, ἀντ᾽ ἐμοῦ ἐπιμελόμενος, τί αὐτὸν καὶ δεῖ ἄλλο ἐπίστασθαι ἢ ἅπερ ἐγώ; εἴπερ γὰρ ἱκανός εἰμι τῶν ἔργων προστατεύειν, κἂν ἄλλον δήπου δυναίμην διδάξαι ἅπερ αὐτὸς ἐπίσταμαι.
[12.5] Οὐκοῦν εὔνοιαν πρῶτον, ἔφην ἐγώ, δεήσει αὐτὸν ἔχειν σοὶ καὶ τοῖς σοῖς, εἰ μέλλει ἀρκέσειν ἀντὶ σοῦ παρών. ἄνευ γὰρ εὐνοίας τί ὄφελος καὶ ὁποίας τινὸς οὖν ἐπιτρόπου ἐπιστήμης γίγνεται;
Οὐδὲν μὰ Δί᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ἀλλά τοι τὸ εὐνοεῖν ἐμοὶ καὶ τοῖς ἐμοῖς ἐγὼ πρῶτον πειρῶμαι παιδεύειν.
[12.6] Καὶ πῶς, ἐγὼ ἔφην, πρὸς τῶν θεῶν εὔνοιαν ἔχειν σοὶ καὶ τοῖς σοῖς διδάσκεις ὅντινα ἂν βούλῃ;
Εὐεργετῶν νὴ Δί᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, ὅταν τινὸς ἀγαθοῦ οἱ θεοὶ ἀφθονίαν διδῶσιν ἡμῖν.
[12.7] Τοῦτο οὖν λέγεις, ἔφην ἐγώ, ὅτι οἱ ἀπολαύοντες τῶν σῶν ἀγαθῶν εὖνοί σοι γίγνονται καὶ ἀγαθόν τί σε βούλονται πράττειν;
Τοῦτο γὰρ ὄργανον, ὦ Σώκρατες, εὐνοίας ἄριστον ὁρῶ ὄν.
[12.8] Ἂν δὲ δὴ εὔνους σοι γένηται, ἔφην, ὦ Ἰσχόμαχε, ἦ τούτου ἕνεκα ἱκανὸς ἔσται ἐπιτροπεύειν; οὐχ ὁρᾷς ὅτι καὶ ἑαυτοῖς εὖνοι πάντες ὄντες ὡς εἰπεῖν ἄνθρωποι, πολλοὶ αὐτῶν εἰσὶν οἳ οὐκ ἐθέλουσιν ἐπιμελεῖσθαι ὅπως αὐτοῖς ἔσται ταῦτα ἃ βούλονται εἶναί σφισι τὰ ἀγαθά;
[12.9] Ἀλλὰ ναὶ μὰ Δί᾽, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, τοιούτους ὅταν ἐπιτρόπους βούλωμαι καθιστάναι, καὶ ἐπιμελεῖσθαι διδάσκω.
[12.10] Πῶς, ἔφην ἐγώ, πρὸς τῶν θεῶν; τοῦτο γὰρ δὴ ἐγὼ παντάπασιν οὐ διδακτὸν ᾤμην εἶναι, τὸ ἐπιμελῆ ποιῆσαι.
Οὐδὲ γάρ ἐστιν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐφεξῆς γε οὕτως οἷόν τε πάντας διδάξαι ἐπιμελεῖς εἶναι.
[12.11] Ποίους μὲν δή, ἐγὼ ἔφην, οἷόν τε; πάντως μοι σαφῶς τούτους διασήμηνον.
Πρῶτον μέν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, τοὺς οἴνου ἀκρατεῖς οὐκ ἂν δύναιο ἐπιμελεῖς ποιῆσαι· τὸ γὰρ μεθύειν λήθην ἐμποιεῖ πάντων τῶν πράττειν δεομένων.


[12.1] «Φοβάμαι μήπως, Ισχόμαχε, σε εμποδίζω, ενώ εσύ θέλεις πια να φύγεις», είπα εγώ.
«Όχι, μά τον Δία, Σωκράτη», είπε· «γιατί δεν σκοπεύω να φύγω πριν να διαλυθεί όλος ο κόσμος από την αγορά».
[12.2] «Ναι, μά τον Δία», είπα εγώ, «γιατί προσέχεις πολύ μη χάσεις το καλό σου όνομα, το να σε αποκαλούν δηλαδή άντρα “καλό και αγαθό”. Επειδή τώρα, αν κι έχεις, ίσως, πολλά πράγματα να φροντίσεις, αφού έκλεισες συνάντηση με τους ξένους, τους περιμένεις για να μην τους ξεγελάσεις».
«Μα, Σωκράτη —είπε ο Ισχόμαχος— δεν τις παραμελώ εκείνες τις δουλειές που εσύ λες, γιατί έχω επιστάτες στα χωράφια μου».
[12.3] «Και ποιό από τα δύο, Ισχόμαχε, κάνεις», είπα εγώ, «όταν χρειαστείς έναν επιστάτη, έχοντας προσέξει αν κάπου υπάρχει ένας δούλος κατάλληλος για επιστάτης προσπαθείς να τον αγοράσεις, όπως όταν έχεις ανάγκη από έναν ξυλουργό, —αν κάπου μάθεις ή δεις έναν ξυλουργό ξέρω καλά ότι προσπαθείς να τον αγοράσεις—, ή ο ίδιος εκπαιδεύεις τους επιστάτες σου;»
[12.4] «Εγώ ο ίδιος, μά τον Δια», είπε, «Σωκράτη, προσπαθώ να τους εκπαιδεύσω. Γιατί, βέβαια, όποιος πρόκειται να αναλάβει με επιτυχία την επιστασία αντί για μένα κατά τη διάρκεια της απουσίας μου τί άλλο πρέπει να γνωρίζει καλά ο ίδιος παρά εκείνα ακριβώς που ξέρω κι εγώ; Γιατί, αν πράγματι είμαι ικανός να διευθύνω τις εργασίες στα χωράφια μου, θα μπορούσα ασφαλώς να διδάξω και σ᾽ έναν άλλον όσα πράγματα ακριβώς κατέχω ο ίδιος».
[12.5] «Λοιπόν», είπα εγώ, «πρώτα απ᾽ όλα θα πρέπει αυτός να νοιάζεται για σένα και το σπιτικό σου, εάν πρόκειται να σε αντικαταστήσει με την παρουσία του. Αν δεν έχει αφοσίωση, πώς μπορούν να ωφελήσουν οι γνώσεις ενός επιστάτη, όσο και αν είναι σπουδαίες;»
«Καθόλου, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «αλλά εγώ πρώτα απ᾽ όλα επιχειρώ να εμφυσήσω στους επιστάτες μου τη συμπάθεια για μένα και το σπιτικό μου».
[12.6] «Και πώς, για όνομα των θεών, διδάσκεις αυτήν την αφοσίωση για σένα και για τις δουλειές σου σε όποιον θέλεις;», είπα εγώ.
«Ευεργετώντας, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «όταν οι θεοί μάς δίνουν με απλοχεριά κάποιο αγαθό».
[12.7] «Αυτό, λοιπόν, εννοείς», είπα εγώ, «ότι αυτοί που απολαμβάνουν τα αγαθά σου σού δείχνουν αφοσίωση και επιθυμούν να κάνουν για σένα κάτι καλό;»
«Ναι, Σωκράτη, γιατί βλέπω πως αυτό είναι το ιδανικότερο μέσο για να πετύχει κανείς την αφοσίωσή τους».
[12.8] «Κι αν κάποιος, λοιπόν, Ισχόμαχε, σου φερθεί με αφοσίωση, πράγματι εξαιτίας αυτού θα είναι ικανός στην επιστασία;» είπα. «Δεν βλέπεις ότι, αν και όλοι οι άνθρωποι, για να μιλήσω γενικά, είναι αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, υπάρχουν πολλοί απ᾽ αυτούς που δεν επιθυμούν να φροντίζουν πώς θα αποκτήσουν αυτά τα αγαθά που λαχταρούν να είναι δικά τους;»
[12.9] «Ναι, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «όταν επιθυμώ να διορίσω τέτοιους ως επιστάτες, τους διδάσκω επιπλέον να είναι επιμελείς».
[12.10] «Πώς, για όνομα των θεών;», είπα εγώ. «Γιατί εγώ βέβαια φανταζόμουν πως με κανέναν απολύτως τρόπο δεν μπορεί να γίνει αυτό αντικείμενο διδασκαλίας, το να κάνεις δηλαδή κάποιον επιμελή».
«Και με το δίκιο σου, Σωκράτη», είπε, «γιατί βέβαια δεν είναι δυνατό να διδάξεις σε όλους ανεξαιρέτως την επιμέλεια».
[12.11] «Σε ποιούς, λοιπόν, είναι δυνατό να διδάξεις την επιμέλεια;» είπα εγώ. «Για κάθε περίπτωση φανέρωσέ τους μου με ακρίβεια».
«Αρχικά, λοιπόν, Σωκράτη, θα ήταν αδύνατο να καταστήσεις επιμελείς τους μέθυσους· γιατί το μεθύσι τούς κάνει να ξεχνούν όλα όσα πρέπει να κάνουν».