[12.1] «Φοβάμαι μήπως, Ισχόμαχε, σε εμποδίζω, ενώ εσύ θέλεις πια να φύγεις», είπα εγώ. «Όχι, μά τον Δία, Σωκράτη», είπε· «γιατί δεν σκοπεύω να φύγω πριν να διαλυθεί όλος ο κόσμος από την αγορά». [12.2] «Ναι, μά τον Δία», είπα εγώ, «γιατί προσέχεις πολύ μη χάσεις το καλό σου όνομα, το να σε αποκαλούν δηλαδή άντρα “καλό και αγαθό”. Επειδή τώρα, αν κι έχεις, ίσως, πολλά πράγματα να φροντίσεις, αφού έκλεισες συνάντηση με τους ξένους, τους περιμένεις για να μην τους ξεγελάσεις». «Μα, Σωκράτη —είπε ο Ισχόμαχος— δεν τις παραμελώ εκείνες τις δουλειές που εσύ λες, γιατί έχω επιστάτες στα χωράφια μου». [12.3] «Και ποιό από τα δύο, Ισχόμαχε, κάνεις», είπα εγώ, «όταν χρειαστείς έναν επιστάτη, έχοντας προσέξει αν κάπου υπάρχει ένας δούλος κατάλληλος για επιστάτης προσπαθείς να τον αγοράσεις, όπως όταν έχεις ανάγκη από έναν ξυλουργό, —αν κάπου μάθεις ή δεις έναν ξυλουργό ξέρω καλά ότι προσπαθείς να τον αγοράσεις—, ή ο ίδιος εκπαιδεύεις τους επιστάτες σου;» [12.4] «Εγώ ο ίδιος, μά τον Δια», είπε, «Σωκράτη, προσπαθώ να τους εκπαιδεύσω. Γιατί, βέβαια, όποιος πρόκειται να αναλάβει με επιτυχία την επιστασία αντί για μένα κατά τη διάρκεια της απουσίας μου τί άλλο πρέπει να γνωρίζει καλά ο ίδιος παρά εκείνα ακριβώς που ξέρω κι εγώ; Γιατί, αν πράγματι είμαι ικανός να διευθύνω τις εργασίες στα χωράφια μου, θα μπορούσα ασφαλώς να διδάξω και σ᾽ έναν άλλον όσα πράγματα ακριβώς κατέχω ο ίδιος». [12.5] «Λοιπόν», είπα εγώ, «πρώτα απ᾽ όλα θα πρέπει αυτός να νοιάζεται για σένα και το σπιτικό σου, εάν πρόκειται να σε αντικαταστήσει με την παρουσία του. Αν δεν έχει αφοσίωση, πώς μπορούν να ωφελήσουν οι γνώσεις ενός επιστάτη, όσο και αν είναι σπουδαίες;» «Καθόλου, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «αλλά εγώ πρώτα απ᾽ όλα επιχειρώ να εμφυσήσω στους επιστάτες μου τη συμπάθεια για μένα και το σπιτικό μου». [12.6] «Και πώς, για όνομα των θεών, διδάσκεις αυτήν την αφοσίωση για σένα και για τις δουλειές σου σε όποιον θέλεις;», είπα εγώ. «Ευεργετώντας, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «όταν οι θεοί μάς δίνουν με απλοχεριά κάποιο αγαθό». [12.7] «Αυτό, λοιπόν, εννοείς», είπα εγώ, «ότι αυτοί που απολαμβάνουν τα αγαθά σου σού δείχνουν αφοσίωση και επιθυμούν να κάνουν για σένα κάτι καλό;» «Ναι, Σωκράτη, γιατί βλέπω πως αυτό είναι το ιδανικότερο μέσο για να πετύχει κανείς την αφοσίωσή τους». [12.8] «Κι αν κάποιος, λοιπόν, Ισχόμαχε, σου φερθεί με αφοσίωση, πράγματι εξαιτίας αυτού θα είναι ικανός στην επιστασία;» είπα. «Δεν βλέπεις ότι, αν και όλοι οι άνθρωποι, για να μιλήσω γενικά, είναι αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, υπάρχουν πολλοί απ᾽ αυτούς που δεν επιθυμούν να φροντίζουν πώς θα αποκτήσουν αυτά τα αγαθά που λαχταρούν να είναι δικά τους;» [12.9] «Ναι, μά τον Δία», είπε ο Ισχόμαχος, «όταν επιθυμώ να διορίσω τέτοιους ως επιστάτες, τους διδάσκω επιπλέον να είναι επιμελείς». [12.10] «Πώς, για όνομα των θεών;», είπα εγώ. «Γιατί εγώ βέβαια φανταζόμουν πως με κανέναν απολύτως τρόπο δεν μπορεί να γίνει αυτό αντικείμενο διδασκαλίας, το να κάνεις δηλαδή κάποιον επιμελή». «Και με το δίκιο σου, Σωκράτη», είπε, «γιατί βέβαια δεν είναι δυνατό να διδάξεις σε όλους ανεξαιρέτως την επιμέλεια». [12.11] «Σε ποιούς, λοιπόν, είναι δυνατό να διδάξεις την επιμέλεια;» είπα εγώ. «Για κάθε περίπτωση φανέρωσέ τους μου με ακρίβεια». «Αρχικά, λοιπόν, Σωκράτη, θα ήταν αδύνατο να καταστήσεις επιμελείς τους μέθυσους· γιατί το μεθύσι τούς κάνει να ξεχνούν όλα όσα πρέπει να κάνουν».
|