Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.55.1-8.56.4)

[8.55.1] Ὁ δὲ Λέων καὶ ὁ Διομέδων ἐν τῷ αὐτῷ χειμῶνι ἀφιγμένοι ἤδη ἐπὶ τὰς τῶν Ἀθηναίων ναῦς ἐπίπλουν τῇ Ῥόδῳ ἐποιήσαντο. καὶ τὰς μὲν ναῦς καταλαμβάνουσιν ἀνειλκυσμένας τῶν Πελοποννησίων, ἐς δὲ τὴν γῆν ἀπόβασίν τινα ποιησάμενοι καὶ τοὺς προσβοηθήσαντας Ῥοδίων νικήσαντες μάχῃ ἀπεχώρησαν ἐς τὴν Χάλκην, καὶ τὸν πόλεμον ἐντεῦθεν μᾶλλον ‹ἢ› ἐκ τῆς Κῶ ἐποιοῦντο· εὐφυλακτότερα γὰρ αὐτοῖς ἐγίγνετο, εἴ ποι ἀπαίροι τὸ τῶν Πελοποννησίων ναυτικόν.
[8.55.2] Ἦλθε δ᾽ ἐς τὴν Ῥόδον καὶ Ξενοφαντίδας Λάκων παρὰ Πεδαρίτου ἐκ Χίου, λέγων ὅτι τὸ τεῖχος τῶν Ἀθηναίων ἤδη ἐπιτετέλεσται, καὶ εἰ μὴ βοηθήσουσι πάσαις ταῖς ναυσίν, ἀπολεῖται τὰ ἐν Χίῳ πράγματα. οἱ δὲ διενοοῦντο βοηθήσειν. [8.55.3] ἐν τούτῳ δὲ ὁ Πεδάριτος αὐτός τε καὶ τὸ περὶ αὑτὸν ἐπικουρικὸν ἔχων καὶ τοὺς Χίους πανστρατιᾷ προσβαλὼν τῶν Ἀθηναίων τῷ περὶ τὰς ναῦς ἐρύματι αἱρεῖ τέ τι αὐτοῦ καὶ νεῶν τινῶν ἀνειλκυσμένων ἐκράτησεν· ἐπεκβοηθησάντων δὲ τῶν Ἀθηναίων καὶ τρεψαμένων τοὺς Χίους πρώτους νικᾶται καὶ τὸ ἄλλο τὸ περὶ τὸν Πεδάριτον, καὶ αὐτὸς ἀποθνῄσκει καὶ τῶν Χίων πολλοὶ καὶ ὅπλα ἐλήφθη πολλά.
[8.56.1] Μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν Χῖοι ἔκ τε γῆς καὶ θαλάσσης ἔτι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐπολιορκοῦντο καὶ ὁ λιμὸς αὐτόθι ἦν μέγας· οἱ δὲ περὶ τὸν Πείσανδρον Ἀθηναίων πρέσβεις ἀφικόμενοι ὡς τὸν Τισσαφέρνην λόγους ποιοῦνται περὶ τῆς ὁμολογίας. [8.56.2] Ἀλκιβιάδης δέ (οὐ γὰρ αὐτῷ πάνυ τὰ ἀπὸ Τισσαφέρνους βέβαια ἦν, φοβουμένου τοὺς Πελοποννησίους μᾶλλον καὶ ἔτι βουλομένου, καθάπερ καὶ ὑπ᾽ ἐκείνου ἐδιδάσκετο, τρίβειν ἀμφοτέρους) τρέπεται ἐπὶ τοιόνδε εἶδος ὥστε τὸν Τισσαφέρνην ὡς μέγιστα αἰτοῦντα παρὰ τῶν Ἀθηναίων μὴ ξυμβῆναι. [8.56.3] δοκεῖ δέ μοι καὶ ὁ Τισσαφέρνης τὸ αὐτὸ βουληθῆναι, αὐτὸς μὲν διὰ τὸ δέος, ὁ δὲ Ἀλκιβιάδης, ἐπειδὴ ἑώρα ἐκεῖνον καὶ ὣς οὐ ξυμβησείοντα, δοκεῖν τοῖς Ἀθηναίοις ἐβούλετο μὴ ἀδύνατος εἶναι πεῖσαι, ἀλλ᾽ ὡς πεπεισμένῳ Τισσαφέρνει καὶ βουλομένῳ προσχωρῆσαι τοὺς Ἀθηναίους μὴ ἱκανὰ διδόναι. [8.56.4] ᾔτει γὰρ τοσαῦτα ὑπερβάλλων ὁ Ἀλκιβιάδης, λέγων αὐτὸς ὑπὲρ παρόντος τοῦ Τισσαφέρνους, ὥστε τὸ τῶν Ἀθηναίων, καίπερ ἐπὶ πολὺ ὅτι αἰτοίη ξυγχωρούντων, ὅμως αἴτιον γενέσθαι· Ἰωνίαν τε γὰρ πᾶσαν ἠξίου δίδοσθαι καὶ αὖθις νήσους τε τὰς ἐπικειμένας καὶ ἄλλα, οἷς οὐκ ἐναντιουμένων τῶν Ἀθηναίων τέλος ἐν τῇ τρίτῃ ἤδη ξυνόδῳ, δείσας μὴ πάνυ φωραθῇ ἀδύνατος ὤν, ναῦς ἠξίου ἐᾶν βασιλέα ποιεῖσθαι καὶ παραπλεῖν τὴν ἑαυτοῦ γῆν ὅπῃ ἂν καὶ ὅσαις ἂν βούληται. ἐνταῦθα δὴ οὐκέτι . . . ἀλλ᾽ ἄπορα νομίσαντες οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ὑπὸ τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐξηπατῆσθαι, δι᾽ ὀργῆς ἀπελθόντες κομίζονται ἐς τὴν Σάμον.

[8.55.1] Τον ίδιο χειμώνα, ο Λέων και ο Διομέδων, οι οποίοι είχαν κιόλας φτάσει και είχαν πάρει την αρχηγία του στόλου, έκαναν επίθεση εναντίον της Ρόδου. Τα καράβια των Πελοποννησίων τα βρήκαν τραβηγμένα στην στεριά. Έκαναν μιαν απόβαση στην στεριά, νίκησαν τους Ροδίους που είχαν τρέξει να τους αποκρούσουν και έφυγαν στην Χάλκη την οποία προτίμησαν να κάνουν βάση τους, παρά την Κω, γιατί από εκεί τους ήταν πιο εύκολο να επιτηρούν τις κινήσεις του πελοποννησιακού στόλου. [8.55.2] Ο Λάκων Ξενοφαντίδας, αποσταλμένος του Πεδάριτου από την Χίο, έφτασε στην Ρόδο και είπε ότι οι Αθηναίοι είχαν, τώρα, συμπληρώσει το τείχος τους και ότι, αν δεν πήγαιναν να βοηθήσουν με όλο τους το ναυτικό, θα έχαναν τα πάντα στην Χίο. Οι Πελοποννήσιοι της Ρόδου είχαν σκοπό να στείλουν ενισχύσεις. [8.55.3] Στο μεταξύ ο Πεδάριτος με τους μισθοφόρους του και ολόκληρο τον στρατό των Χίων, έκανε επίθεση στο περιτείχισμα των Αθηναίων που προστάτευε τα καράβια, κυρίεψε ένα μέρος του, καθώς και μερικά καράβια που ήσαν στην στεριά, αλλά οι Αθηναίοι έκαναν αντεπίθεση και νίκησαν πρώτα τους Χίους. Ύστερα νίκησαν και τον υπόλοιπο στρατό που ήταν με τον Πεδάριτο. Ο ίδιος σκοτώθηκε, καθώς και πολλοί Χίοι και οι Αθηναίοι πήραν πολλά λάφυρα.
[8.56.1] Μετά απ᾽ αυτά ο αποκλεισμός της Χίου και από στεριά και από θάλασσα έγινε ακόμη πιο στενός και η πείνα ήταν μεγάλη μέσα στην πολιτεία. Ο Πείσανδρος και οι άλλοι Αθηναίοι πρέσβεις είχαν φτάσει και άρχισαν να διαπραγματεύονται με τον Τισσαφέρνη για να κάνουν συμφωνία. [8.56.2] Αλλά ο Αλκιβιάδης (ο οποίος δεν ήταν απόλυτα βέβαιος για τις προθέσεις του σατράπη που φοβόταν τους Πελοποννησίους περισσότερο από τους Αθηναίους και ήθελε πάντα, ακολουθώντας τις συμβουλές του Αθηναίου, να φθείρει και τις δύο παρατάξεις) ενήργησε με τρόπο ώστε ο Τισσαφέρνης να προβάλει μεγάλες απαιτήσεις προς τους Αθηναίους κι έτσι ν᾽ αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις. [8.56.3] Και νομίζω ότι και ο Τισσαφέρνης το ίδιο ήθελε, επειδή φοβόταν. Ο Αλκιβιάδης το επιδίωκε επειδή έβλεπε πως ο Τισσαφέρνης οπωσδήποτε δεν θα έφτανε σε συμφωνία και δεν ήθελε να δημιουργήσει στους Αθηναίους την εντύπωση ότι δεν επηρεάζει τον σατράπη αλλά ότι, ενώ ο Τισσαφέρνης είχε πεισθεί και ήθελε να κάνει συμφωνία, οι Αθηναίοι δεν πρόσφεραν αρκετά. [8.56.4] Ο Αλκιβιάδης, λοιπόν, άρχισε να ζητάει τόσο υπερβολικά πράγματα από μέρους του Τισσαφέρνη —ακόμα και μπροστά στον σατράπη— ώστε, ενώ οι Αθηναίοι για πολύ διάστημα δέχονταν ό,τι ζητούσε, στο τέλος αυτοί διακόψαν τις διαπραγματεύσεις. Είχε ζητήσει να δοθεί στους Πέρσες ολόκληρη η Ιωνία και ύστερα τα γειτονικά νησιά και άλλα ακόμα. Τέλος, επειδή οι Αθηναίοι δεν έφεραν αντίρρηση, στην τρίτη συνεδρίαση, και από φόβο μήπως γίνει φανερό ότι δεν είχε καμιά επιρροή, ζήτησε να έχει ο Βασιλεύς το δικαίωμα να ναυπηγεί καράβια και να μπορεί να πλέει στα χωρικά τους ύδατα, όπου ήθελε και με όσα καράβια ήθελε. Αλλά σ᾽ αυτό το σημείο οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι δεν μπορούσαν να υποχωρήσουν. Έφυγαν οργισμένοι, πιστεύοντας ότι ο Αλκιβιάδης τούς είχε εξαπατήσει, και πέρασαν στην Σάμο.