Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.38.1-8.43.1)

[8.38.1] Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ξυνθήκας Θηριμένης μὲν παραδοὺς Ἀστυόχῳ τὰς ναῦς ἀποπλέων ἐν κέλητι ἀφανίζεται, [8.38.2] οἱ δ᾽ ἐκ τῆς Λέσβου Ἀθηναῖοι ἤδη διαβεβηκότες ἐς τὴν Χίον τῇ στρατιᾷ καὶ κρατοῦντες καὶ γῆς καὶ θαλάσσης Δελφίνιον ἐτείχιζον, χωρίον ἄλλως τε ἐκ γῆς καρτερὸν καὶ λιμένας ἔχον καὶ τῆς τῶν Χίων πόλεως οὐ πολὺ ἀπέχον. [8.38.3] οἱ δὲ Χῖοι ἐν πολλαῖς ταῖς πρὶν μάχαις πεπληγμένοι, καὶ ἄλλως ἐν σφίσιν αὐτοῖς οὐ πάνυ εὖ διακείμενοι, ἀλλὰ καὶ τῶν μετὰ Τυδέως τοῦ Ἴωνος ἤδη ὑπὸ Πεδαρίτου ἐπ᾽ ἀττικισμῷ τεθνεώτων καὶ τῆς ἄλλης πόλεως κατ᾽ ἀνάγκην ἐς ὀλίγους κατεχομένης ὑπόπτως διακείμενοι ἀλλήλοις ἡσύχαζον, καὶ οὔτ᾽ αὐτοὶ διὰ ταῦτα οὔθ᾽ οἱ μετὰ Πεδαρίτου ἐπίκουροι ἀξιόμαχοι αὐτοῖς ἐφαίνοντο. [8.38.4] ἐς μέντοι τὴν Μίλητον ἔπεμπον κελεύοντες σφίσι τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν· ὡς δ᾽ οὐκ ἐσήκουεν, ἐπιστέλλει περὶ αὐτοῦ ἐς τὴν Λακεδαίμονα ὁ Πεδάριτος ὡς ἀδικοῦντος. [8.38.5] καὶ τὰ μὲν ἐν τῇ Χίῳ ἐς τοῦτο καθειστήκει τοῖς Ἀθηναίοις· αἱ δ᾽ ἐκ τῆς Σάμου νῆες αὐτοῖς ἐπίπλους μὲν ἐποιοῦντο ταῖς ἐν τῇ Μιλήτῳ, ἐπεὶ δὲ μὴ ἀντανάγοιεν, ἀναχωροῦντες πάλιν ἐς τὴν Σάμον ἡσύχαζον.
[8.39.1] Ἐκ δὲ τῆς Πελοποννήσου ἐν τῷ αὐτῷ χειμῶνι αἱ τῷ Φαρναβάζῳ [ὑπὸ] Καλλιγείτου τοῦ Μεγαρέως καὶ Τιμαγόρου τοῦ Κυζικηνοῦ πρασσόντων παρασκευασθεῖσαι ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἑπτὰ καὶ εἴκοσι νῆες ἄρασαι ἔπλεον ἐπὶ Ἰωνίας περὶ ἡλίου τροπάς, καὶ ἄρχων ἐπέπλει αὐτῶν Ἀντισθένης Σπαρτιάτης. [8.39.2] ξυνέπεμψαν δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ἕνδεκα ἄνδρας Σπαρτιατῶν ξυμβούλους Ἀστυόχῳ, ὧν εἷς ἦν Λίχας ὁ Ἀρκεσιλάου· καὶ εἴρητο αὐτοῖς ἐς Μίλητον ἀφικομένους τῶν τε ἄλλων ξυνεπιμέλεσθαι ᾗ μέλλει ἄριστα ἕξειν, καὶ τὰς ναῦς ταύτας ἢ αὐτὰς ἢ πλείους ἢ καὶ ἐλάσσους ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ὡς Φαρνάβαζον, ἢν δοκῇ, ἀποπέμπειν, Κλέαρχον τὸν Ῥαμφίου, ὃς ξυνέπλει, ἄρχοντα προστάξαντας, καὶ Ἀστύοχον, ἢν δοκῇ τοῖς ἕνδεκα ἀνδράσι, παύειν τῆς ναυαρχίας, Ἀντισθένη δὲ καθιστάναι· πρὸς γὰρ τὰς τοῦ Πεδαρίτου ἐπιστολὰς ὑπώπτευον αὐτόν. [8.39.3] πλέουσαι οὖν αἱ νῆες ἀπὸ Μαλέας πελάγιαι Μήλῳ προσέβαλον, καὶ περιτυχόντες ναυσὶ δέκα Ἀθηναίων τὰς τρεῖς λαμβάνουσι κενὰς καὶ κατακαίουσιν. μετὰ δὲ τοῦτο δεδιότες μὴ αἱ διαφυγοῦσαι τῶν Ἀθηναίων ἐκ τῆς Μήλου νῆες, ὅπερ ἐγένετο, μηνύσωσι τοῖς ἐν τῇ Σάμῳ τὸν ἐπίπλουν αὐτῶν, πρὸς τὴν Κρήτην πλεύσαντες καὶ πλείω τὸν πλοῦν διὰ φυλακῆς ποιησάμενοι ἐς τὴν Καῦνον τῆς Ἀσίας κατῆραν. [8.39.4] ἐντεῦθεν δὴ ὡς ἐν ἀσφαλεῖ ὄντες ἀγγελίαν ἔπεμπον ἐπὶ τὰς ἐν τῇ Μιλήτῳ ναῦς τοῦ ξυμπαρακομισθῆναι.
[8.40.1] Οἱ δὲ Χῖοι καὶ Πεδάριτος κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον οὐδὲν ἧσσον, καίπερ διαμέλλοντα, τὸν Ἀστύοχον πέμποντες ἀγγέλους ἠξίουν σφίσι πολιορκουμένοις βοηθῆσαι ἁπάσαις ταῖς ναυσὶ καὶ μὴ περιιδεῖν τὴν μεγίστην τῶν ἐν Ἰωνίᾳ ξυμμαχίδων πόλεων ἔκ τε θαλάσσης εἰργομένην καὶ κατὰ γῆν λῃστείαις πορθουμένην. [8.40.2] οἱ γὰρ οἰκέται τοῖς Χίοις πολλοὶ ὄντες καὶ μιᾷ γε πόλει πλὴν Λακεδαιμονίων πλεῖστοι γενόμενοι καὶ ἅμα διὰ τὸ πλῆθος χαλεπωτέρως ἐν ταῖς ἀδικίαις κολαζόμενοι, ὡς ἡ στρατιὰ τῶν Ἀθηναίων βεβαίως ἔδοξε μετὰ τείχους ἱδρῦσθαι, εὐθὺς αὐτομολίᾳ τε ἐχώρησαν οἱ πολλοὶ πρὸς αὐτοὺς καὶ τὰ πλεῖστα κακὰ ἐπιστάμενοι τὴν χώραν οὗτοι ἔδρασαν. [8.40.3] ἔφασαν οὖν χρῆναι οἱ Χῖοι, ἕως ἔτι ἐλπὶς καὶ δυνατὸν κωλῦσαι, τειχιζομένου τοῦ Δελφινίου καὶ ἀτελοῦς ὄντος καὶ στρατοπέδῳ καὶ ναυσὶν ἐρύματος μείζονος προσπεριβαλλομένου, βοηθῆσαι σφίσιν. ὁ δὲ Ἀστύοχος καίπερ οὐ διανοούμενος διὰ τὴν τότε ἀπειλήν, ὡς ἑώρα καὶ τοὺς ξυμμάχους προθύμους ὄντας, ὥρμητο ἐς τὸ βοηθεῖν. [8.41.1] ἐν τούτῳ δὲ ἐκ τῆς Καύνου παραγίγνεται ἀγγελία ὅτι αἱ ἑπτὰ καὶ εἴκοσι νῆες καὶ οἱ τῶν Λακεδαιμονίων ξύμβουλοι πάρεισιν· καὶ νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρὸς τὸ ναῦς τε, ὅπως θαλασσοκρατοῖεν μᾶλλον, τοσαύτας ξυμπαρακομίσαι, καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους, οἳ ἧκον κατάσκοποι αὐτοῦ, ἀσφαλῶς περαιωθῆναι, εὐθὺς ἀφεὶς τὸ ἐς τὴν Χίον ἔπλει ἐς τὴν Καῦνον. [8.41.2] καὶ ἐς Κῶν τὴν Μεροπίδα ἐν τῷ παράπλῳ ἀποβὰς τήν τε πόλιν ἀτείχιστον οὖσαν καὶ ὑπὸ σεισμοῦ, ὃς αὐτοῖς ἔτυχε μέγιστός γε δὴ ὧν μεμνήμεθα γενόμενος, ξυμπεπτωκυῖαν ἐκπορθεῖ, τῶν ἀνθρώπων ἐς τὰ ὄρη πεφευγότων, καὶ τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο, πλὴν τῶν ἐλευθέρων· τούτους δὲ ἀφίει. [8.41.3] ἐκ δὲ τῆς Κῶ ἀφικόμενος ἐς τὴν Κνίδον νυκτὸς ἀναγκάζεται ὑπὸ τῶν Κνιδίων παραινούντων μὴ ἐκβιβάσαι τοὺς ναύτας, ἀλλ᾽ ὥσπερ εἶχε πλεῖν εὐθὺς ἐπὶ τὰς τῶν Ἀθηναίων ναῦς εἴκοσιν, ἃς ἔχων Χαρμῖνος εἷς τῶν ἐκ Σάμου στρατηγῶν ἐφύλασσε ταύτας τὰς ἑπτὰ καὶ εἴκοσι ναῦς ἐκ τῆς Πελοποννήσου προσπλεούσας, ἐφ᾽ ἅσπερ καὶ ὁ Ἀστύοχος παρέπλει. [8.41.4] ἐπύθοντο δὲ οἱ ἐν τῇ Σάμῳ ἐκ τῆς Μήλου τὸν ἐπίπλουν αὐτῶν, καὶ ἡ φυλακὴ τῷ Χαρμίνῳ περὶ τὴν Σύμην καὶ Χάλκην καὶ Ῥόδον καὶ περὶ τὴν Λυκίαν ἦν· ἤδη γὰρ ᾐσθάνετο καὶ ἐν τῇ Καύνῳ οὔσας αὐτάς. [8.42.1] ἐπέπλει οὖν ὥσπερ εἶχε πρὸς τὴν Σύμην ὁ Ἀστύοχος πρὶν ἔκπυστος γενέσθαι, εἴ πως περιλάβοι που μετεώρους τὰς ναῦς. καὶ αὐτῷ ὑετός τε καὶ τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξυννέφελα ὄντα πλάνησιν τῶν νεῶν ἐν τῷ σκότει καὶ ταραχὴν παρέσχεν. [8.42.2] καὶ ἅμα τῇ ἕῳ διεσπασμένου τοῦ ναυτικοῦ καὶ τοῦ μὲν φανεροῦ ἤδη ὄντος τοῖς Ἀθηναίοις τοῦ εὐωνύμου κέρως, τοῦ δὲ ἄλλου περὶ τὴν νῆσον ἔτι πλανωμένου, ἐπανάγονται κατὰ τάχος ὁ Χαρμῖνος καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐλάσσοσιν ἢ ταῖς εἴκοσι ναυσί, νομίσαντες ἅσπερ ἐφύλασσον ναῦς τὰς ἀπὸ τῆς Καύνου ταύτας εἶναι. [8.42.3] καὶ προσπεσόντες εὐθὺς κατέδυσάν τε τρεῖς καὶ κατετραυμάτισαν ἄλλας, καὶ ἐν τῷ ἔργῳ ἐπεκράτουν, μέχρι οὗ ἐπεφάνησαν αὐτοῖς παρὰ δόξαν αἱ πλείους τῶν νεῶν καὶ πανταχόθεν ἀπεκλῄοντο. [8.42.4] ἔπειτα δὲ ἐς φυγὴν καταστάντες ἓξ μὲν ναῦς ἀπολλύασι, ταῖς δὲ λοιπαῖς καταφεύγουσιν ἐς τὴν Τευτλοῦσσαν νῆσον, ἐντεῦθεν δὲ ἐς Ἁλικαρνασσόν. μετὰ δὲ τοῦτο οἱ μὲν Πελοποννήσιοι ἐς Κνίδον κατάραντες καὶ ξυμμιγεισῶν τῶν ἐκ τῆς Καύνου ἑπτὰ καὶ εἴκοσι νεῶν αὐτοῖς ξυμπάσαις πλεύσαντες καὶ τροπαῖον ἐν τῇ Σύμῃ στήσαντες πάλιν ἐς τὴν Κνίδον καθωρμίσαντο· [8.43.1] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ταῖς ἐκ τῆς Σάμου ναυσὶ πάσαις, ὡς ᾔσθοντο τὰ τῆς ναυμαχίας, πλεύσαντες ἐς τὴν Σύμην καὶ ἐπὶ μὲν τὸ ἐν τῇ Κνίδῳ ναυτικὸν οὐχ ὁρμήσαντες, οὐδ᾽ ἐκεῖνοι ἐπ᾽ ἐκείνους, λαβόντες δὲ τὰ ἐν τῇ Σύμῃ σκεύη τῶν νεῶν καὶ Λωρύμοις τοῖς ἐν τῇ ἠπείρῳ προσβαλόντες ἀπέπλευσαν ἐς τὴν Σάμον.

[8.38.1] Μετά την συνομολόγηση της συνθήκης αυτής, ο Θηριμένης παρέδωσε τον στόλο στον Αστύοχο. Έφυγε μ᾽ ένα πλοιάριο και δεν ξαναφάνηκε πια. [8.38.2] Οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν περάσει με το εκστρατευτικό τους σώμα από την Λέσβο στην Χίο, κυριαρχούσαν και στην γη και στην θάλασσα και οχύρωσαν το Δελφίνιο. Η τοποθεσία είναι δύσκολη, έχει όρμους και δεν απέχει πολύ από την πολιτεία της Χίου. [8.38.3] Οι κάτοικοί της, που είχαν νικηθεί σε πολλές προηγούμενες μάχες, είχαν χάσει το ηθικό τους. Άλλωστε μεταξύ τους δεν επικρατούσε ομόνοια. Ο Πεδάριτος είχε σκοτώσει τον Τυδέα του Ίωνος και τους οπαδούς του, με την κατηγορία ότι ήσαν φίλοι των Αθηναίων και ο πληθυσμός είχε υποταχθεί με τη βία στους ολιγαρχικούς. Οι κάτοικοι υποπτεύονταν ο ένας τον άλλον και γι᾽ αυτό δεν επιχειρούσαν τίποτε. Για όλα αυτά θεωρούσαν ότι δεν ήσαν σε θέση ούτε οι ίδιοι, ούτε οι μισθοφόροι του Πεδάριτου ν᾽ αναμετρηθούν με τους Αθηναίους. [8.38.4] Έστειλαν, όμως, στην Μίλητο να ζητήσουν από τον Αστύοχο να τους βοηθήσει, αλλά επειδή ο Αστύοχος αρνήθηκε, ο Πεδάριτος έγραψε στην Σπάρτη για να παραπονεθεί εναντίον του. [8.38.5] Αυτές, λοιπόν, ήσαν οι επιχειρήσεις των Αθηναίων στην Χίο. Ο στόλος τους έκανε εξορμήσεις από την Σάμο εναντίον της Μιλήτου, αλλά επειδή οι Πελοποννήσιοι δεν έβγαιναν να τους αντιμετωπίσουν, γύριζαν πίσω στην Σάμο και δεν επιχειρούσαν άλλο τίποτε.
[8.39.1] Τον ίδιο χειμώνα, την εποχή του ηλιοστασίου, ξεκίνησαν από την Πελοπόννησο για την Ιωνία τα είκοσι επτά καράβια τα οποία είχαν ετοιμάσει οι Λακεδαιμόνιοι με τον Φαρνάβαζο μετά από ενέργειες του Καλλίγειτου από τα Μέγαρα και του Τιμαγόρα από την Κύζικο. Αρχηγός ήταν ο Σπαρτιάτης Αντισθένης. [8.39.2] Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν μαζί του έντεκα συμβούλους για τον Αστύοχο. Ένας από τους έντεκα ήταν ο Λίχας του Αρκεσιλάου. Τους έδωσαν οδηγίες μόλις φτάσουν στην Μίλητο να πάρουν όλα τα μέτρα τα οποία θα εξασφάλιζαν την επιτυχία της εκστρατείας και, αν το θεωρούσαν σκόπιμο, να στείλουν τα είκοσι επτά καράβια ή περισσότερα ή και λιγότερα στον Ελλήσποντο για τον Φαρνάβαζο, με αρχηγό τον Κλέαρχο του Ραμφίου που τους συνόδευε. Οι έντεκα είχαν εξουσία να παύσουν τον Αστύοχο —αν το έκριναν σωστό— και να τον αντικαταστήσουν με τον Αντισθένη. Από τότε που ο Πεδάριτος είχε στείλει το γράμμα, ο Αστύοχος τους είχε γίνει ύποπτος. [8.39.3] Τα καράβια αυτά έφυγαν από τον Μαλέα και, από το ανοιχτό πέλαγος, έφτασαν στην Μήλο όπου έτυχε να πέσουν απάνω σε δέκα αθηναϊκά καράβια. Κυρίεψαν τα τρία, χωρίς πληρώματα, και τους έβαλαν φωτιά. Αλλά μετά φοβήθηκαν μήπως, όπως και έγινε, τα αθηναϊκά καράβια που είχαν διαφύγει, ειδοποιήσουν τους Αθηναίους της Σάμου ότι έρχεται πελοποννησιακός στόλος, και πήραν κατεύθυνση την Κρήτη. Μάκρυναν έτσι το ταξίδι τους για να είναι πιο ασφαλείς κι έφτασαν στην Καύνο της Ασίας. [8.39.4] Θεωρώντας ότι ήσαν πια ασφαλείς, έστειλαν μήνυμα στον στόλο της Μιλήτου ζητώντας να έρθουν να τους συνοδεύσουν κατά μήκος της παραλίας.
[8.40.1] Την ίδια, περίπου, εποχή, ο Πεδάριτος και οι Χίοι έστελναν μηνύματα στον Αστύοχο, για την αναβλητικότητά του, και αξιούσαν να έρθει μ᾽ όλο του τον στόλο να βοηθήσει την πολιορκημένη πολιτεία και να μην παραβλέπει το ότι η μεγαλύτερη από τις συμμαχικές πολιτείες της Ιωνίας ήταν αποκλεισμένη από θάλασσα και το έδαφός της καταστρεφόταν από εχθρικές επιδρομές. [8.40.2] Στην Χίο οι δούλοι ήσαν περισσότεροι από οποιαδήποτε άλλη πολιτεία, εκτός από την Σπάρτη, και εξαιτίας του αριθμού τους οι τιμωρίες για τα αδικήματά τους ήσαν πολύ βαριές. Και όταν τους φάνηκε ότι οι αθηναϊκές δυνάμεις είχαν σταθερά εγκατασταθεί στα οχυρά τους, άρχισαν, πλήθος, ν᾽ αυτομολούν. Αυτοί προκαλούσαν τις μεγαλύτερες ζημίες επειδή ήξεραν καλά την χώρα. [8.40.3] Οι Χίοι, λοιπόν, μήνυσαν στον Αστύοχο ότι, όσο ήταν ακόμα δυνατόν ν᾽ αναχαιτίσουν τους Αθηναίους και όσο υπήρχε ελπίς, έπρεπε να τους βοηθήσει, προτού οι Αθηναίοι συμπληρώσουν την οχύρωση του Δελφινίου και προτού υψώσουν μεγαλύτερο περίφραγμα γύρω από το στρατόπεδό τους και τα καράβια τους. Ο Αστύοχος, αν και δεν το είχε σκοπό μετά από τις προηγούμενες απειλές του, όταν είδε ότι οι σύμμαχοι ήσαν πρόθυμοι, ετοιμάστηκε να τους βοηθήσει.
[8.41.1] Στο μεταξύ ήρθε μήνυμα από την Καύνο ότι έφτασαν εκεί τα είκοσι επτά καράβια και οι έντεκα Λακεδαιμόνιοι σύμβουλοι. Τότε ο Αστύοχος θεώρησε ότι, πριν από οτιδήποτε άλλο, έπρεπε να συνοδεύσει τα καράβια αυτά, τα οποία ήσαν αρκετά για να έχουν πάλι οι Λακεδαιμόνιοι την κυριαρχία στην θάλασσα και να ενεργήσει ώστε να φτάσουν ασφαλείς στη Μίλητο οι Λακεδαιμόνιοι οι οποίοι είχαν έρθει για να τους επιτηρούν. Ακύρωσε αμέσως την επιχείρηση εναντίον της Χίου και ξεκίνησε για την Καύνο. [8.41.2] Ενώ ταξίδευε προς τα εκεί, έκανε απόβαση στην Μεροπίδα Κω. Η πολιτεία ήταν ατείχιστη και είχε καταστραφεί από σεισμό, τον μεγαλύτερο απ᾽ όσους είχαν μείνει στην μνήμη των ανθρώπων. Οι κάτοικοί της είχαν καταφύγει στα βουνά και ο Αστύοχος την λεηλάτησε. Ρήμαξε και την περιοχή, παίρνοντας λάφυρα και δούλους εκτός από τους ελεύθερους πολίτες τους οποίους άφησε. [8.41.3] Έφυγε από την Κω κι έφτασε νύχτα στην Κνίδο όπου αναγκάστηκε, με τις επίμονες συμβουλές των Κνιδίων, να μην αποβιβάσει τους ναύτες του, αλλά να προχωρήσει, όπως ήταν, εναντίον των είκοσι αθηναϊκών καραβιών, με τα οποία ένας από τους Αθηναίους στρατηγούς της Σάμου, ο Χαρμίνος, παραφύλαγε τα είκοσι επτά καράβια που έρχονταν από την Πελοπόννησο, τα οποία πήγαινε ακριβώς να συναντήσει ο Αστύοχος. [8.41.4] Οι Αθηναίοι της Σάμου είχαν μάθει από τα καράβια τους που είχαν ξεφύγει από την Μήλο, ότι έρχονται τα πελοποννησιακά και ο Χαρμίνος τα περίμενε, περιπλέοντας στα νερά της Σύμης, της Χάλκης και της Ρόδου και στις ακτές της Λυκίας, γιατί είχε πληροφορηθεί ότι είχαν κιόλας φτάσει στην Καύνο.
[8.42.1] Έφυγε, λοιπόν, ο Αστύοχος όπως ήταν, με κατεύθυνση τη Σύμη, προτού γίνει αντιληπτός, ώστε να αιφνιδιάσει κάπου στ᾽ ανοιχτά, τον εχθρικό στόλο, αλλά βρήκε δυνατή βροχή και ομίχλη και τα καράβια του σκόρπισαν μέσα στο σκοτάδι και η σύγχυση ήταν γενική. [8.42.2] Με την αυγή, ο στόλος ήταν διασκορπισμένος και η αριστερή του πτέρυγα ήταν ορατή από τους Αθηναίους, ενώ τα υπόλοιπα καράβια περιπλανιόνταν ακόμα γύρω στο νησί. Ο Χαρμίνος και οι Αθηναίοι νόμισαν ότι ήσαν τα καράβια της Καύνου που παραφύλαγαν. [8.42.3] Έκαναν γρήγορα επίθεση με λιγότερα από είκοσι καράβια και βούλιαξαν αμέσως τρία, προκαλώντας βλάβες σε άλλα. Είχαν την υπεροχή έως την στιγμή που φάνηκε ξαφνικά το μεγαλύτερο μέρος του εχθρικού στόλου, που άρχισε να τους περικυκλώνει από παντού. [8.42.4] Τότε τράπηκαν σε φυγή, έχασαν έξι καράβια και με τα υπόλοιπα κατέφυγαν στο νησί Τευτλούσσα και από εκεί πήγαν στην Αλικαρνασσό. Μετά απ᾽ αυτό οι Πελοποννήσιοι άραξαν στην Κνίδο, όπου πήγαν να συναντήσουν τα είκοσι επτά καράβια από την Καύνο. Όλος ο στόλος μαζί πήγε στη Σύμη όπου έστησε τρόπαιο και μετά γύρισε στην Κνίδο.
[8.43.1] Μόλις πληροφορήθηκαν την ναυμαχία αυτήν οι Αθηναίοι της Σάμου, έφυγαν με όλο τους τον στόλο για την Σύμη. Δεν έκαναν επίθεση εναντίον του εχθρού, ούτε ο εχθρός εναντίον τους. Αρκέστηκαν να πάρουν το πολεμικό υλικό που ήταν αποθηκευμένο στην Σύμη και, αφού σταμάτησαν πρώτα στα Λώρυμα, στην ηπειρωτική ακτή, γύρισαν πίσω στην Σάμο.