Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Παναθηναϊκός (12) (266-272)


[266] Περὶ μὲν οὖν ὧν ὑπεθέμην, ἱκανῶς εἰρῆσθαι νομίζω. τὸ γὰρ ἀναμιμνῄσκειν καθ᾽ ἕκαστον τῶν εἰρημένων οὐ πρέπει τοῖς λόγοις τοῖς τοιούτοις· βούλομαι δὲ διαλεχθῆναι περὶ τῶν ἰδίᾳ μοι περὶ τὸν λόγον συμβεβηκότων. Ἐγὼ γὰρ ἐνεστησάμην μὲν αὐτὸν ἔτη γεγονὼς ὅσα περ ἐν ἀρχῇ προεῖπον· [267] ἤδη δὲ τῶν ἡμισέων γεγραμμένων, ἐπιγενομένου μοι νοσήματος ῥηθῆναι μὲν οὐκ εὐπρεποῦς, δυναμένου δ᾽ ἀναιρεῖν οὐ μόνον τοὺς πρεσβυτέρους ἐν τρισὶν ἢ τέτταρσιν ἡμέραις, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀκμαζόντων πολλοὺς, τούτῳ διατελῶ τρί᾽ ἔτη μαχόμενος, οὕτω φιλοπόνως ἑκάστην τὴν ἡμέραν διάγων ὥστε τοὺς εἰδότας καὶ τοὺς παρὰ τούτων πυνθανομένους μᾶλλόν με θαυμάζειν διὰ τὴν καρτερίαν ταύτην ἢ δι᾽ ἃ πρότερον ἐπῃνούμην. [268] Ἤδη δ᾽ ἀπειρηκότος καὶ διὰ τὴν νόσον καὶ διὰ τὸ γῆρας τῶν ἐπισκοπούντων τινές με καὶ πολλάκις ἀνεγνωκότων τὸ μέρος τοῦ λόγου τὸ γεγραμμένον ἐδέοντό μου καὶ συνεβούλευον μὴ καταλιπεῖν αὐτὸν ἡμιτελῆ μηδ᾽ ἀδιέργαστον, ἀλλὰ πονῆσαι μικρὸν χρόνον καὶ προσέχειν τοῖς λοιποῖς τὸν νοῦν. [269] Οὐχ ὁμοίως δὲ διελέγοντο περὶ τούτων τοῖς ἀφοσιουμένοις, ἀλλ᾽ ὑπερεπαινοῦντες μὲν τὰ γεγραμμένα, τοιαῦτα δὲ λέγοντες ὧν εἴ τινες ἤκουον μήτε συνήθεις ἡμῖν ὄντες μήτ᾽ εὔνοιαν μηδεμίαν ἔχοντες, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐκ ἂν ὑπέλαβον τοὺς μὲν φενακίζειν, ἐμὲ δὲ διεφθάρθαι καὶ παντάπασιν εἶναι μωρὸν, εἰ πείσομαι τοῖς λεγομένοις. [270] Οὕτω δ᾽ ἔχων ἐφ᾽ οἷς εἰπεῖν ἐτόλμησαν, ἐπείσθην, —τί γὰρ δεῖ μακρολογεῖν;— γενέσθαι πρὸς τῇ τῶν λοιπῶν πραγματείᾳ, γεγονὼς μὲν ἔτη τρία μόνον ἀπολείποντα τῶν ἑκατὸν, οὕτω δὲ διακείμενος, ὡς ἕτερος ἔχων οὐχ ὅπως γράφειν ἂν λόγον ἐπεχείρησεν, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἄλλου δεικνύοντος καὶ πονήσαντος ἠθέλησεν ἀκροατὴς γενέσθαι.
[271] Τίνος οὖν ἕνεκα ταῦτα διῆλθον; Οὐ συγγνώμης τυχεῖν ἀξιῶν ὑπὲρ τῶν εἰρημένων, —οὐ γὰρ οὕτως οἶμαι διειλέχθαι περὶ αὐτῶν—, ἀλλὰ δηλῶσαι βουλόμενος τά τε περὶ ἐμὲ γεγενημένα, καὶ τῶν ἀκροατῶν ἐπαινέσαι μὲν τοὺς τόν τε λόγον ἀποδεχομένους τοῦτον καὶ τῶν ἄλλων σπουδαιοτέρους καὶ φιλοσοφωτέρους εἶναι νομίζοντας τοὺς διδασκαλικοὺς καὶ τεχνικοὺς τῶν πρὸς τὰς ἐπιδείξεις καὶ τοὺς ἀγῶνας γεγραμμένων, καὶ τοὺς τῆς ἀληθείας στοχαζομένους τῶν τὰς δόξας τῶν ἀκροωμένων παρακρούεσθαι ζητούντων, καὶ τοὺς ἐπιπλήττοντας τοῖς ἁμαρτανομένοις καὶ νουθετοῦντας τῶν πρὸς ἡδονὴν καὶ χάριν λεγομένων, [272] συμβουλεῦσαι δὲ τοῖς τἀναντία τούτων γιγνώσκουσιν πρῶτον μὲν μὴ πιστεύειν ταῖς αὑτῶν γνώμαις, μηδὲ νομίζειν ἀληθεῖς εἶναι τὰς κρίσεις τὰς ὑπὸ τῶν ῥᾳθυμούντων γιγνομένας, ἔπειτα μὴ προπετῶς ἀποφαίνεσθαι περὶ ὧν οὐκ ἴσασιν, ἀλλὰ περιμένειν ἕως ἂν ὁμονοῆσαι δυνηθῶσι τοῖς τῶν ἐπιδεικνυμένων πολλὴν ἐμπειρίαν ἔχουσιν· τῶν γὰρ οὕτω διοικούντων τὰς αὑτῶν διανοίας οὐκ ἔστιν ὅστις ἂν τοὺς τοιούτους ἀνοήτους εἶναι νομίσειεν.


[266] Γι όσα λοιπόν ζητήματα έθεσα ως βάση του λόγου μου, νομίζω ότι έχω πει αρκετά. Γιατί το να επαναλάβω ένα ένα χωριστά όσα έχουν λεχθεί δεν ταιριάζει σε τέτοιους λόγους. Επιθυμώ όμως να μιλήσω για όσα έχουν συμβεί σε μένα προσωπικά, κατά τη συγγραφή αυτού του λόγου. Άρχισα λοιπόν να τον συγγράφω σε ηλικία που ανέφερα στην αρχή. [267] Είχα ήδη γράψει το μισό του όλου έργου όταν με βρήκε η αρρώστια, το όνομα της οποίας η ευπρέπεια δεν μου επιτρέπει να αναφέρω, η οποία ασθένεια, ωστόσο, μπορούσε να αφανίσει σε τρεις ή τέσσερις ημέρες όχι μόνο τους ηλικιωμένους αλλά και πολλούς στην ακμή της ηλικίας τους. Με την αρρώστια αυτή εξακολουθώ να παλεύω εδώ και τρία χρόνια και κάθε ημέρα περνώ με τόση αφοσίωση πάνω στη δουλειά μου, ώστε όσοι με ξέρουν και όσοι το μαθαίνουν από αυτούς με θαυμάζουν περισσότερο για την καρτερία μου αυτή παρά για όσα με επαινούσαν προηγουμένως. [268] Είχα εξαντληθεί πια τόσο από την αρρώστια όσο και από τα γεράματα, όταν κάποιοι από αυτούς που με επισκέφτονταν και είχαν διαβάσει το μέρος του λόγου που ήταν γραμμένο με παρακαλούσαν και με συμβούλευαν να μην αφήσω τον λόγο μου ημιτελή μήτε και ανεπεξέργαστο, αλλά να κοπιάσω λίγο χρόνο ακόμη και να προσέξω το υπόλοιπο μέρος. [269] Συζητούσαν μαζί μου γι᾽ αυτά όχι σαν άνθρωποι αφοσιωμένοι σε κάποιον φίλο, αλλά επαινώντας υπερβολικά το τμήμα που είχα γράψει, και εκφράζονταν με τέτοιον τρόπο, ώστε, αν τους άκουαν κάποιοι που ούτε φίλοι μου ήταν ούτε και διέκειντο φιλικά προς εμένα, σίγουρα θα σχημάτιζαν τη γνώμη ότι οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούσαν να με κοροϊδέψουν και ότι εγώ τα είχα χαμένα και ήμουν πέρα για πέρα ανόητος, εάν πίστευα στα λόγια τους. [270] Μολονότι βρισκόμουν σ᾽ αυτήν την κατάσταση, ωστόσο πείστηκα στα όσα δεν δίστασαν να μου πουν —γιατί να μακρολογώ άλλωστε— και πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με το υπόλοιπο μέρος του λόγου τρία μόλις έτη πριν κλείσω τα εκατό. Ήμουν σε τέτοια κατάσταση, ώστε οποιοσδήποτε άλλος στη θέση αυτή όχι μόνο δεν θα επιχειρούσε να γράψει λόγο αλλά ούτε καν θα ήθελε να είναι έστω και ακροατής έργου που κάποιος άλλος θα συνέθετε και θα παρουσίαζε.
[271] Για ποιόν λόγο λοιπόν ανέφερα όλα αυτά; Όχι βέβαια με την αξίωση να τύχω συγγνώμης για τα όσα έχω πει —γιατί φαντάζομαι πως ο τρόπος με τον οποίο έχω μιλήσει δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο— αλλά επειδή επιθυμώ να καταστήσω γνωστά τα όσα έχουν συμβεί σε μένα και να πω δυο καλά λόγια για εκείνους από τους ακροατές μου που αποδέχτηκαν αυτόν τον λόγο και αυτούς που θεωρούν ότι οι λόγοι που έχουν διδακτικό χαρακτήρα και είναι γραμμένοι σύμφωνα με τους κανόνες της ρητορικής τέχνης είναι σπουδαιότεροι και φιλοσοφικότεροι από τους άλλους που έχουν γραφεί για επίδειξη ή για τα δικαστήρια· ακόμη, επιθυμώ να ευχαριστήσω εκείνους που θεωρούν σπουδαιότερους τους λόγους που στοχεύουν στην αλήθεια παρά αυτούς που επιδιώκουν να παραπλανήσουν τους ακροατές, και τους λόγους που επικρίνουν τα σφάλματα και νουθετούν παρά όσους λέγονται προς ηδονήν και ευχαρίστηση των ακροατών. [272] Παράλληλα όμως θα ήθελα να συμβουλεύσω όσους έχουν αντίθετη γνώμη προς αυτά πρώτα πρώτα να μην βασίζονται στην κρίση τους μήτε να νομίζουν ότι είναι σωστές οι κρίσεις που διατυπώνονται από επιπόλαιους ανθρώπους· δεύτερον, να μην βιάζονται να εκφέρουν γνώμη για όσα δεν γνωρίζουν, αλλά να περιμένουν εωσότου μπορέσουν να συμφωνήσουν με ανθρώπους που έχουν μεγάλη εμπειρία σε θέματα που τους υποβάλλονται σε κρίση. Γιατί μόνο όσους κατευθύνουν τη σκέψη τους κατ᾽ αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει περίπτωση να θεωρήσει κανείς ανόητους.