Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.25.3-1.26.3)

[1.25.3] Δαρεῖος, ἐπειδὴ Ἀμύντας αὐτομολήσας παρ᾽ αὐτὸν λόγους τέ τινας καὶ γράμματα παρὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου τούτου ἐκόμισε, καταπέμπει ἐπὶ θάλασσαν Σισίνην, ἄνδρα Πέρσην τῶν ἀμφ᾽ αὑτὸν πιστῶν, πρόφασιν μὲν παρὰ Ἀτιζύην τὸν Φρυγίας σατράπην, τῇ δὲ ἀληθείᾳ τῷ Ἀλεξάνδρῳ τούτῳ συνεσόμενον καὶ πίστεις δώσοντα, εἰ ἀποκτείνει‹ε› βασιλέα Ἀλέξανδρον, αὐτὸν βασιλέα καταστήσειν Μακεδονίας καὶ χρυσίου τάλαντα πρὸς τῇ βασιλείᾳ ἐπιδώσειν χίλια. [1.25.4] ὁ δὲ Σισίνης ἁλοὺς πρὸς Παρμενίωνος λέγει πρὸς Παρμενίωνα ὧν ἕνεκα ἀπεστάλη· καὶ τοῦτον ἐν φυλακῇ πέμπει Παρμενίων παρ᾽ Ἀλέξανδρον, καὶ πυνθάνεται ταὐτὰ παρ᾽ αὐτοῦ Ἀλέξανδρος. ξυναγαγὼν δὲ τοὺς φίλους βουλὴν προὐτίθει, ὅ τι χρὴ ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου γνῶναι. [1.25.5] καὶ ἐδόκει τοῖς ἑταίροις μήτε πάλαι εὖ βεβουλεῦσθαι τὸ κράτιστον τοῦ ἱππικοῦ ἀνδρὶ οὐ πιστῷ ἐπιτρέψας, νῦν τε χρῆναι αὐτὸν κατὰ τάχος ἐκποδὼν ποιεῖσθαι, πρὶν καὶ ἐπιτηδειότερον γενόμενον τοῖς Θετταλοῖς ξὺν αὐτοῖς τι νεωτερίσαι. [1.25.6] καί τι καὶ θεῖον ἐφόβει αὐτούς. ἔτι γὰρ πολιορκοῦντος αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου Ἁλικαρνασσὸν ἀναπαύεσθαι μὲν ἐν μεσημβρίᾳ, χελιδόνα δὲ περιπέτεσθαι ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς τρύζουσαν μεγάλα καὶ τῆς εὐνῆς ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἐπικαθίζειν, θορυβωδέστερον ἢ κατὰ τὸ εἰωθὸς ᾄδουσαν· [1.25.7] τὸν δὲ ὑπὸ καμάτου ἐγερθῆναι μὲν ἀδυνάτως ἔχειν ἐκ τοῦ ὕπνου, ἐνοχλούμενον δὲ πρὸς τῆς φωνῆς τῇ χειρὶ οὐ βαρέως ἀποσοβῆσαι τὴν χελιδόνα· τὴν δὲ τοσούτου ἄρα δεῆσαι ἀποφυγεῖν πληγεῖσαν, ὥστε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου καθημένην μὴ πρόσθεν ἀνεῖναι πρὶν παντελῶς ἐξεγερθῆναι Ἀλέξανδρον. [1.25.8] καὶ Ἀλέξανδρος οὐ φαῦλον ποιησάμενος τὸ τῆς χελιδόνος ἀνεκοίνωσεν Ἀριστάνδρῳ τῷ Τελμισσεῖ, μάντει· Ἀρίστανδρον δὲ ἐπιβουλὴν μὲν ἔκ του τῶν φίλων σημαίνεσθαι αὐτῷ εἰπεῖν, σημαίνεσθαι δὲ καί, ὅτι καταφανὴς ἔσται. τὴν γὰρ χελιδόνα σύντροφόν τε εἶναι ὄρνιθα καὶ εὔνουν ἀνθρώποις καὶ λάλον μᾶλλον ἢ ἄλλην ὄρνιθα.
[1.25.9] Ταῦτά τε οὖν καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ Πέρσου ξυνθεὶς πέμπει ὡς Παρμενίωνα Ἀμφοτερὸν τὸν Ἀλεξάνδρου μὲν παῖδα, ἀδελφὸν δὲ Κρατεροῦ. καὶ ξυμπέμπει αὐτῷ τῶν Περγαίων τινὰς τὴν ὁδὸν ἡγησομένους. καὶ ὁ Ἀμφοτερὸς στολὴν ἐνδὺς ἐπιχώριον, [καὶ] ὡς μὴ γνώριμος εἶναι κατὰ τὴν ὁδόν, λανθάνει ἀφικόμενος παρὰ Παρμενίωνα· [1.25.10] καὶ γράμματα μὲν οὐ κομίζει παρὰ Ἀλεξάνδρου· οὐ γὰρ ἔδοξε γράφειν ὑπὲρ οὐδενὸς τοιούτου ἐς τὸ ἐμφανές· τὰ δὲ ἀπὸ γλώσσης οἱ ἐντεταλμένα ἐξήγγειλεν, καὶ οὕτω ξυλλαμβάνεται ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος καὶ ἐν φυλακῇ ἦν.
[1.26.1] Ἀλέξανδρος δὲ ἄρας ἐκ Φασηλίδος μέρος μέν τι τῆς στρατιᾶς διὰ τῶν ὀρῶν πέμπει ἐπὶ Πέργης, ᾗ ὡδοποιήκεσαν αὐτῷ οἱ Θρᾷκες χαλεπὴν ἄλλως καὶ μακρὰν οὖσαν τὴν πάροδον· αὐτὸς δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν διὰ τοῦ αἰγιαλοῦ ἦγε τοὺς ἀμφ᾽ αὑτόν. ἔστι δὲ ταύτῃ ἡ ὁδὸς οὐκ ἄλλως ὅτι μὴ τῶν ἀπ᾽ ἄρκτου ἀνέμων πνεόντων· εἰ δὲ νότοι κατέχοιεν, ἀπόρως ἔχει διὰ τοῦ αἰγιαλοῦ ὁδοιπορεῖν. [1.26.2] τῷ δὲ ἐκ νότων σκληροὶ βορραῖ ἐπιπνεύσαντες, οὐκ ἄνευ τοῦ θείου, ὡς αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἐξηγοῦντο, εὐμαρῆ καὶ ταχεῖαν τὴν πάροδον παρέσχον. ἐκ Πέργης δὲ ὡς προῄει, ἐντυγχάνουσιν αὐτῷ κατὰ τὴν ὁδὸν πρέσβεις Ἀσπενδίων αὐτοκράτορες, τὴν μὲν πόλιν ἐνδιδόντες, φρουρὰν δὲ μὴ εἰσάγειν δεόμενοι. [1.26.3] καὶ περὶ μὲν τῆς φρουρᾶς πράξαντες ἀπῆλθον, ὅσα ἠξίουν· πεντήκοντα δὲ τάλαντα κελεύει τῇ στρατιᾷ δοῦναι αὐτοῖς ἐς μισθὸν καὶ τοὺς ἵππους, οὓς δασμὸν βασιλεῖ ἔτρεφον. οἱ δὲ ὑπέρ τε τοῦ ἀργυρίου καὶ τοὺς ἵππους παραδώσειν ξυνθέμενοι ἀπῆλθον.

[1.25.3] Ο Δαρείος, όταν ο Αμύντας αυτομόλησε προς αυτόν και μετέφερε προφορικές υποσχέσεις και επιστολή αυτού του Αλεξάνδρου, έστειλε στα παράλια της Μ. Ασίας τον Σισίνη, έναν έμπιστο Πέρση του περιβάλλοντός του. Προφασίστηκε ότι τον έστελνε να συναντήσει τον Ατιζύη, τον σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας, στην πραγματικότητα όμως για να συναντήσει αυτόν τον Αλέξανδρο, τον γιο του Αερόπου, και να τον διαβεβαιώσει ότι αν δολοφονούσε τον βασιλιά Αλέξανδρο, ο Δαρείος θα τον εγκαταστήσει στον βασιλικό θρόνο της Μακεδονίας και θα του δώσει επιπλέον χίλια τάλαντα χρυσάφι. [1.25.4] Ο Σισίνης όμως έπεσε στα χέρια του Παρμενίωνα, στον οποίο ομολόγησε τον σκοπό της αποστολής του. Ο Παρμενίων τον έστειλε με στρατιωτική συνοδεία στον Αλέξανδρο, ο οποίος πληροφορήθηκε από τον Σισίνη τα ίδια πράγματα. Τότε ο βασιλιάς συγκέντρωσε τους φίλους του σε συμβούλιο και ζήτησε τη γνώμη τους σχετικά με το τί πρέπει να αποφασίσουν για την τύχη του Αλεξάνδρου. [1.25.5] Η γνώμη των εταίρων ήταν ότι ούτε στο παρελθόν ήταν σωστή η απόφασή του να αναθέσει τη διοίκηση του πιο επίλεκτου ιππικού του σε έναν αναξιόπιστο άνδρα και ότι τώρα έπρεπε να απαλλαγεί το γρηγορότερο από αυτόν, πριν δηλαδή συνδεθεί στενότερα με τους Θεσσαλούς και επιχειρήσει μαζί τους κανένα επαναστατικό κίνημα. [1.25.6] Τους φόβιζε, είπαν, και κάποιο θεϊκό σημάδι: Ενώ δηλαδή ο ίδιος ο Αλέξανδρος πολιορκούσε ακόμη την Αλικαρνασσό και αναπαυόταν το μεσημέρι, ένα χελιδόνι πετούσε πάνω και γύρω από το κεφάλι του· τιτίβιζε δυνατά, καθόταν πότε στο ένα μέρος του κρεβατιού του και πότε στο άλλο και έκανε κελαηδώντας μεγαλύτερο θόρυβο από τον συνηθισμένο. [1.25.7] Ο Αλέξανδρος από τη μεγάλη κούραση δεν μπορούσε να σηκωθεί από τον ύπνο του, αλλ᾽ επειδή η φωνή του χελιδονιού τον ενοχλούσε, το απομάκρυνε με απαλή κίνηση του χεριού του· όμως αν και χτυπήθηκε, κάθε άλλο παρά απομακρύνθηκε το χελιδόνι· κάθισε πάνω στο κεφάλι του και δεν σταμάτησε να κελαηδεί παρά μόνο αφού πια τον ξύπνησε ολότελα. [1.25.8] Το περιστατικό του χελιδονιού δεν το θεώρησε ο Αλέξανδρος ασήμαντο και το ανακοίνωσε στον μάντη Αρίστανδρο τον Τελμισσέα, ο οποίος του είπε ότι σήμαινε επιβουλή κατά της ζωής του από κάποιον από τους φίλους του· σήμαινε όμως και ότι η επιβουλή θα φανερωθεί, γιατί το χελιδόνι είναι ένα πουλί που συντροφεύει και αγαπά τους ανθρώπους και είναι από όλα τα άλλα πουλιά το πιο φλύαρο.
[1.25.9] Συσχετίζοντας λοιπόν αυτά με τις πληροφορίες του Πέρση έστειλε τον Αμφοτερό, τον γιο του Αλεξάνδρου και αδελφό του Κρατερού, στον Παρμενίωνα. Έστειλε επίσης μαζί του και μερικούς Περγαίους, για να του δείξουν τον δρόμο. Ο Αμφοτερός ντύθηκε την τοπική στολή, για να μην αναγνωριστεί στον δρόμο, και έτσι έφθασε στον Παρμενίωνα χωρίς να γίνει αντιληπτός· [1.25.10] δεν έφερε όμως επιστολή του Αλεξάνδρου, γιατί ο βασιλιάς έκρινε ότι δεν έπρεπε να γράψει φανερά για ένα τέτοιο ζήτημα· ανακοίνωσε λοιπόν προφορικά στον Παρμενίωνα τις εντολές που είχε λάβει. Έτσι συνέλαβαν και φυλάκισαν αυτόν τον Αλέξανδρο.
[1.26.1] Ξεκινώντας από τη Φάσηλη ο Αλέξανδρος απέστειλε ένα τμήμα του στρατού του στην Πέργη μέσα από τα βουνά, όπου οι Θράκες του είχαν ανοίξει τον δρόμο, επειδή διαφορετικά η διάβαση θα ήταν και δύσκολη και μακρά. Ο ίδιος οδηγούσε τους δικούς του κατά μήκος της παραλίας, από τον γιαλό. Σ᾽ αυτό το μέρος η διάβαση δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν φυσούν βόρειοι άνεμοι· αν όμως επικρατούν οι νότιοι άνεμοι, είναι αδύνατο να περάσει κανείς από τον γιαλό. [1.26.2] Και τότε, όχι χωρίς θεϊκή επέμβαση, όπως το εξήγησε και ο ίδιος και οι δικοί του, ύστερα από νοτιάδες, φύσησαν δυνατοί βόρειοι άνεμοι που έκαναν εύκολη και γρήγορη τη διέλευση του Αλεξάνδρου. Καθώς προχωρούσε από την Πέργη, τον συνάντησαν στον δρόμο πρέσβεις των Ασπενδίων εξουσιοδοτημένοι να του παραδώσουν την πόλη, με την παράκληση όμως να μην τοποθετήσει στρατιωτική φρουρά σε αυτήν. [1.26.3] Οι πρέσβεις αναχώρησαν, αφού πέτυχαν για τη φρουρά αυτό που ζήτησαν· τους διέταξε όμως ο Αλέξανδρος να δώσουν πενήντα τάλαντα για μισθοδοσία των στρατιωτών του και τα άλογα που έτρεφαν για να τα προσφέρουν ως φόρο στον βασιλιά των Περσών. Οι πρέσβεις συμφώνησαν να του παραδώσουν και τα χρήματα και τα άλογα και αναχώρησαν.