Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (25.1-25.8)

ΚΕ. ΔΕΙΛΙΑΣ


[25.1] [Ἀμέλει δὲ ἡ δειλία δόξειεν ἂν εἶναι ὕπειξίς τις ψυχῆς ἔμφοβος,] [25.2] ὁ δὲ δειλὸς τοιοῦτός τις, οἷος πλέων τὰς ἄκρας φάσκειν ἡμιολίας εἶναι· καὶ κλύδωνος γενομένου ἐρωτᾶν εἴ τις μὴ μεμύηται τῶν πλεόντων· καὶ τοῦ κυβερνήτου ἀνακύπτων μὲν πυνθάνεσθαι εἰ μεσοπορεῖ καὶ τί αὐτῷ δοκεῖ τὰ τοῦ θεοῦ· καὶ πρὸς τὸν παρακαθήμενον λέγειν ὅτι φοβεῖται ἀπὸ ἐνυπνίου τινός· καὶ ἐκδὺς διδόναι τῷ παιδὶ τὸν χιτωνίσκον· καὶ δεῖσθαι πρὸς τὴν γῆν προσάγειν αὑτόν.
[25.3] καὶ στρατευόμενος δὲ ‹τοῦ› πεζοῦ ἐκβοηθοῦντος τοὺς ‹δημότας› προσκαλεῖν κελεύων πρὸς αὑτὸν στάντας πρῶτον περιιδεῖν, καὶ λέγειν ὡς ἔργον διαγνῶναί ἐστι πότεροί εἰσιν οἱ πολέμιοι. [25.4] καὶ ἀκούων κραυγῆς καὶ ὁρῶν πίπτοντας εἴπας πρὸς τοὺς παρεστηκότας ὅτι τὴν σπάθην λαβεῖν ὑπὸ τῆς σπουδῆς ἐπελάθετο, τρέχειν ἐπὶ τὴν σκηνήν, τὸν παῖδα ἐκπέμψας καὶ κελεύσας προσκοπεῖσθαι ποῦ εἰσιν οἱ πολέμιοι ἀποκρύψαι αὐτὴν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον, εἶτα διατρίβειν πολὺν χρόνον ὡς ζητῶν. [25.5] καὶ ἐν τῇ σκηνῇ ὁρῶν τραυματίαν τινὰ προσφερόμενον τῶν φίλων προσδραμὼν καὶ θαρρεῖν κελεύσας ὑπολαβὼν φέρειν. καὶ τοῦτον θεραπεύειν καὶ περισπογγίζειν καὶ παρακαθήμενος ἀπὸ τοῦ ἕλκους τὰς μυίας σοβεῖν καὶ πᾶν μᾶλλον ἢ μάχεσθαι τοῖς πολεμίοις. [25.6] καὶ τοῦ σαλπικτοῦ δὲ τὸ πολεμικὸν σημήναντος καθήμενος ἐν τῇ σκηνῇ ‹εἰπεῖν› «Ἄπαγ᾽ ἐς κόρακας· οὐκ ἐάσεις τὸν ἄνθρωπον ὕπνου λαχεῖν πυκνὰ σημαίνων». [25.7] καὶ αἵματος δὲ ἀνάπλεως ἀπὸ τοῦ ἀλλοτρίου τραύματος ἐντυγχάνειν τοῖς ἐκ τῆς μάχης ἐπανιοῦσι καὶ διηγεῖσθαι ὡς κινδυνεύσας «Ἕνα σέσωκα τῶν φίλων». [25.8] καὶ εἰσάγειν πρὸς τὸν κατακείμενον σκεψομένους τοὺς δημότας, τοὺς φυλέτας καὶ τούτων ἅμ᾽ ἑκάστῳ διηγεῖσθαι ὡς αὐτὸς αὐτὸν ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶν ἐπὶ σκηνὴν ἐκόμισεν.

25. Ο ΔΕΙΛΟΣ


[25.1] [Χωρίς αμφιβολία η δειλία θα φαινόταν ότι είναι μια γεμάτη φόβο υποχώρηση της ψυχής,] [25.2] ενώ ο δειλός το είδος του ανθρώπου που, όταν ταξιδεύει στη θάλασσα, νομίζει ότι τα ακρωτήρια είναι πειρατικά πλοία. Αν σηκωθεί θαλασσοταραχή, ρωτά μήπως κάποιος από τους συνεπιβάτες του δεν είναι μυημένος. Εμφανίζεται ξαφνικά στον κυβερνήτη και τον ρωτά αν έχουν κάνει τη μισή διαδρομή και πώς του φαίνεται ο καιρός. Σ᾽ εκείνον που κάθεται δίπλα του λέει ότι τον φόβισε κάποιο όνειρο. Βγάζει το χιτώνα του και τον δίνει στο δούλο. Παρακαλά να τον πάνε στη στεριά.
[25.3] Όταν υπηρετεί στον πόλεμο και επιτίθεται το πεζικό, καλεί τους συνδημότες του και τους προτρέπει να πάνε να σταθούν δίπλα του και να περιμένουν πρώτα, λέγοντας ότι είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιοί από τους δύο αντιπάλους είναι οι εχθροί. [25.4] Αν ακούσει κραυγές και δει ανθρώπους να σκοτώνονται, λέει στους διπλανούς του ότι ξέχασε να πάρει το ξίφος του πάνω στη βιασύνη. Τρέχει μέσα στη σκηνή του και στέλνει έξω το δούλο του με τη διαταγή να παρακολουθεί πού είναι οι εχθροί. Κρύβει το ξίφος του κάτω από το μαξιλάρι και ξοδεύει πολύ χρόνο κάνοντας ότι το ψάχνει. [25.5] Αν μέσα από τη σκηνή δει να φέρνουν κάποιο φίλο του τραυματία, τρέχει κοντά του, τον προτρέπει να έχει θάρρος και τον μεταφέρει ο ίδιος υποβαστάζοντάς τον. Τον περιποιείται και τον βρέχει με το σφουγγάρι, κάθεται δίπλα του και διώχνει τις μύγες από την πληγή και γενικά κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να πολεμά τον εχθρό. [25.6] Όταν ο σαλπιγκτής δώσει το πολεμικό σύνθημα, κάθεται στη σκηνή του και λέει: «Να πας στον κόρακα! Δε θα αφήσεις τον άνθρωπο να κοιμηθεί, τόσο συχνά που σαλπίζεις». [25.7] Και γεμάτος αίματα από την ξένη πληγή, συναντά αυτούς που επιστρέφουν από τη μάχη και, σαν τάχα να είχε κινδυνέψει, τους λέει: «Έσωσα έναν από τους φίλους μας». [25.8] Οδηγεί τους συνδημότες του και τα μέλη της φυλής του στον τραυματία, για να τον δουν, και διηγείται συνάμα σε καθέναν απ᾽ αυτούς ότι ο ίδιος τον κουβάλησε στη σκηνή με τα ίδια του τα χέρια.