25. Ο ΔΕΙΛΟΣ [25.1] [Χωρίς αμφιβολία η δειλία θα φαινόταν ότι είναι μια γεμάτη φόβο υποχώρηση της ψυχής,] [25.2] ενώ ο δειλός το είδος του ανθρώπου που, όταν ταξιδεύει στη θάλασσα, νομίζει ότι τα ακρωτήρια είναι πειρατικά πλοία. Αν σηκωθεί θαλασσοταραχή, ρωτά μήπως κάποιος από τους συνεπιβάτες του δεν είναι μυημένος. Εμφανίζεται ξαφνικά στον κυβερνήτη και τον ρωτά αν έχουν κάνει τη μισή διαδρομή και πώς του φαίνεται ο καιρός. Σ᾽ εκείνον που κάθεται δίπλα του λέει ότι τον φόβισε κάποιο όνειρο. Βγάζει το χιτώνα του και τον δίνει στο δούλο. Παρακαλά να τον πάνε στη στεριά. [25.3] Όταν υπηρετεί στον πόλεμο και επιτίθεται το πεζικό, καλεί τους συνδημότες του και τους προτρέπει να πάνε να σταθούν δίπλα του και να περιμένουν πρώτα, λέγοντας ότι είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιοί από τους δύο αντιπάλους είναι οι εχθροί. [25.4] Αν ακούσει κραυγές και δει ανθρώπους να σκοτώνονται, λέει στους διπλανούς του ότι ξέχασε να πάρει το ξίφος του πάνω στη βιασύνη. Τρέχει μέσα στη σκηνή του και στέλνει έξω το δούλο του με τη διαταγή να παρακολουθεί πού είναι οι εχθροί. Κρύβει το ξίφος του κάτω από το μαξιλάρι και ξοδεύει πολύ χρόνο κάνοντας ότι το ψάχνει. [25.5] Αν μέσα από τη σκηνή δει να φέρνουν κάποιο φίλο του τραυματία, τρέχει κοντά του, τον προτρέπει να έχει θάρρος και τον μεταφέρει ο ίδιος υποβαστάζοντάς τον. Τον περιποιείται και τον βρέχει με το σφουγγάρι, κάθεται δίπλα του και διώχνει τις μύγες από την πληγή και γενικά κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να πολεμά τον εχθρό. [25.6] Όταν ο σαλπιγκτής δώσει το πολεμικό σύνθημα, κάθεται στη σκηνή του και λέει: «Να πας στον κόρακα! Δε θα αφήσεις τον άνθρωπο να κοιμηθεί, τόσο συχνά που σαλπίζεις». [25.7] Και γεμάτος αίματα από την ξένη πληγή, συναντά αυτούς που επιστρέφουν από τη μάχη και, σαν τάχα να είχε κινδυνέψει, τους λέει: «Έσωσα έναν από τους φίλους μας». [25.8] Οδηγεί τους συνδημότες του και τα μέλη της φυλής του στον τραυματία, για να τον δουν, και διηγείται συνάμα σε καθέναν απ᾽ αυτούς ότι ο ίδιος τον κουβάλησε στη σκηνή με τα ίδια του τα χέρια.
|