ΧΟΡ. Μα κι εμείς αυτό ποθούμε· από σοφούς
σαν εσάς τώρα ν᾽ ακούσουμε ποιούς δρόμους
θ᾽ ακλουθήσετε στη μάχη αυτή των λόγων.
Άγρια πήρε φόρα η γλώσσα,
τόλμη ανάβει την καρδιά σας
κι ήσυχος δε μένει ο νους σας.
900Απ᾽ τον έναν καρτερούμε
πως ωραίες θα πει ξυπνάδες
και καλά λιμαρισμένες,
κι ότι ο άλλος λόγια σύρριζα θ᾽ αδράξει
και βαρύς μ᾽ αυτά θα ορμήσει
και πολλές στιχοκυλίστρες θα ταράξει.
ΚΟΡ. Αρχίστ᾽ ευθύς· και νόστιμα, πρωτότυπα να πείτε·
όχι από κείνα που μπορείς κι απ᾽ άλλους να τ᾽ ακούσεις.
ΕΥΡ. Τί αξίζω εγώ και τί ποιητής είμαι, θα πω στο τέλος·
τί απατεώνας ήτανε και κατεργάρης τούτος
θα δείξω πρώτα· και με ποιά μέσα, θεατές γελούσε
910που ο Φρύνιχος πριν απ᾽ αυτόν τους είχε αποβλακώσει.
Έδειχνε κάποιον στην αρχή, τον Αχιλλέα να πούμε,
τη Νιόβη, με ολοσκέπαστο κι αθώρητο το μούτρο,
σαν πρόσοψη του δράματος, χωρίς να βγάζουν λέξη.
ΔΙΟ. Σωστά, ούτε μια. ΕΥΡ. Κι αράδιαζε τρεις τέσσερις αρμάθες
τραγούδια αδιάκοπα ο Χορός· κι οι άλλοι να σωπαίνουν.
ΔΙΟ. Μ᾽ ευχαριστούσε αυτή η σιωπή και τη χαιρόμουν, όσο
δε χαίρομαι των τωρινών τη λίμα. ΕΥΡ. Ναι, γιατί ήσουν
χαζός. ΔΙΟ. Δεν έχεις άδικο. Γιατί σωπαίνανε όμως;
ΕΥΡ. Για να προσμένει το κοινό πότε θ᾽ ανοίξει η Νιόβη
920το στόμα της· κατεργαριές· κυλούσε ωστόσο το έργο.
ΔΙΟ. Τον κατεργάρη! Αλήθεια, πώς με ξεγελούσε! (Στον Αισχύλο.) Τί έχεις;
Γιατί χολιάζεις και τσινάς; ΕΥΡ. Γιατί τον βγάζω φόρα.
Κι αφού έκανε τα κόλπα αυτά κι έφτανε πια το δράμα
στη μέση, τότε δώδεκα βοϊδόφρασες πετούσε,
λόγια με φρύδια και λειριά, με κάτι μούτρα σκιάχτρα,
άγνωστα σ᾽ όλους τους θεατές. ΑΙΣ. Α συφορά μου! ΔΙΟ. Σώπα.
ΕΥΡ. Τίποτε το ξεκάθαρο… ΔΙΟ. (στον Αισχύλο.) Τα δόντια σου μην τρίζεις.
ΕΥΡ. μόνο για τάφους. Σκάμαντρους, γρυπάετους από μπρούντζο
πάνω σε ασπίδες, πράματα που δύσκολα τα νιώθεις,
930φράσεις αλογογκρέμιστες. ΔΙΟ. Μια νύχτα εγώ, είν᾽ αλήθεια,
ξαγρύπνησα ώρες, για να βρω σαν τί πουλί είναι τάχα
εκείνος ο ξανθόμαυρος αλογοκόκοράς του.
ΑΙΣ. Αγράμματε! Ένα χαραχτό σημάδι στα καράβια.
ΔΙΟ. Εγώ είπα «θα ᾽ναι ο Έρυξης, γιος του Φιλόξενου, ίσως».
ΕΥΡ. Μα ανάγκη ήταν και κόκορας να μπει στις τραγωδίες;
ΑΙΣ. Κι εσύ τί πλάσματα έβαζες, θεομίσητε, μες στα έργα;
ΕΥΡ. Εγώ; Ποτέ τραγέλαφους, ποτέ αλογοκοκόρους,
που οι ανυφάντρες βάζουνε στα περσικά χαλιά τους·
μόλις εγώ παράλαβα την τέχνη αυτή από σένα,
940ολόπρηστη από ξιπασιές και φορτωμένες φράσεις,
την έκαμα άπαχη, λεπτή, της έβγαλα το βάρος
με λόγια απλά, με σέσκουλα λευκά και με σεριάνια·
από βιβλία τής στράγγιζα χυλό εξυπνοκουβέντας,
την πότιζα άριες με σταξιές απ᾽ τον Κηφισοφώντα.
Λόγια δε φώναζα άτσαλα, δεν τα ᾽κανα ένα κράμα·
εκείνος που πρωτόβγαινε, σαν άρχιζε το δράμα,
το γένος του έλεγε. ΔΙΟ. Σωστά· τί να ᾽λεε; το δικό σου;
|