Ο Μέτωνας φεύγει τρέχοντας· έρχεται ένας επιθεωρητής με δυο κάλπες στα χέρια του.
Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ
Οι πρόξενοι πού βρίσκονται; ΠΙΣ. (μέσα του) Ποιός είναι
τούτος ο Σαρδανάπαλος; ΕΠΙ. Εγώ ήρθα
ως επιθεωρητής εδώ, σταλμένος
με κλήρο, στους Νεφελοκοκκυγιώτες.
ΠΙΣ. Ως επιθεωρητής; Και ποιός σε στέλνει;
ΕΠΙ. Ένα εγγραφάκι. ΠΙΣ. Θα ήθελες να λάβεις
την αμοιβή σου και να φύγεις πίσω,
χωρίς να ενοχληθείς; ΕΠΙ. Αυτό μου αρέσει·
γιατί δουλειά έχω κιόλας στην πατρίδα·
θέλω να πάω στη σύναξη του δήμου,
κάτι για το Φαρνάκη να ενεργήσω.
ΠΙΣ., δέρνοντάς του.
Πάρε λοιπόν την αμοιβή και φεύγα.
1030ΕΠΙ. Μπα! Τί είναι τούτο; ΠΙΣ. Σύναξη του δήμου.
ΕΠΙ. Είμ᾽ επιθεωρητής και με χτυπούνε!
Διαμαρτύρομαι. ΠΙΣ. Δρόμο, με τις δυο σου
τις κάλπες. Φοβερό! Θυσία πριν γίνει,
επόπτες να μας στέλνουνε στην πόλη!
Ο επιθεωρητής κάνει πως φεύγει και κρύβεται πίσω από τα δέντρα· έρχεται ένας πουλητής νόμων κρατώντας στα χέρια παπύρους.
Ο ΝΟΜΟΠΩΛΗΣ, διαβάζοντας.
1040«Αν ένας Νεφελοκοκκυγιώτης πειράξει Αθηναίο...»
ΠΙΣ. Τί συμφορά είναι πάλι αυτή η φυλλάδα;
ΝΟΜ. Εγώ είμαι νομοπώλης και ήρθα νέους
να σας πουλήσω νόμους. ΠΙΣ. Τί είδους νόμους;
ΝΟΜ., διαβάζοντας.
«Οι Νεφελοκοκκυγιώτες να μεταχειρίζονται τα ίδια μέτρα και σταθμά και τους ίδιους νόμους που έχουν οι Καρπάθιοι».
ΠΙΣ., σηκώνοντας το χέρι για να τον χτυπήσει.
Κι εσύ τους ίδιους που έχουν οι. . . Καρπάζιοι.
ΝΟΜ. Τί σου ᾽ρθε; ΠΙΣ. Πάρε πίσω αυτούς τους νόμους.
Νόμους πικρούς θα σου διδάξω τώρα.
Δέρνει τον νομοπώλη και αυτός τρέχει και κρύβεται πίσω από τα δέντρα.
ΕΠΙ., προβάλλοντας το κεφάλι του από το δέντρο όπου είχε κρυφτεί.
Για τον άλλο μήνα, το Μουνιχιώνα, κάνω μήνυση του Πισθέταιρου για κακοποίηση.
ΠΙΣ. Αλήθεια; Βρε δεν έφυγες ακόμα;
ΝΟΜ., ξαναγυρίζοντας.
1050«Κι αν ένας διώχνει τους άρχοντες και δεν τους δέχεται σύμφωνα με την προκήρυξη...»
ΠΙΣ. Κι εσύ είσ᾽ ακόμα εδώ; Βρε συφορά μου!
ΕΠΙ. Α, θα σου δείξω εγώ· δέκα χιλιάδες
δραχμές αποζημίωση θα ζητήσω...
ΠΙΣ. Κι εγώ θα σου τσακίσω τις δυο κάλπες.
ΝΟΜ. Στη στήλη που χαράζουνε τους νόμους,
μην το ξεχνάς, κατούρησες μια νύχτα.
ΠΙΣ. Ε, πιάστε τον· πού τρέχεις, βρε; σταμάτα.
Ο επιθεωρητής και ο νομοπώλης φεύγουν κυνηγημένοι.
Εμείς ας μην αργούμε, πάμε μέσα,
στους θεούς εκεί τον τράγο να θυσιάσω.
Φεύγει με τους βοηθούς του.
|