ΚΑΛ. Μα, Σώστρατε, το ξέρεις· δε θα θάψω
μαζί μου τ᾽ αγαθά που έχω μαζέψει.
Πώς θα μπορούσα; Είναι δικά σου. Θέλεις
να δοκιμάσεις κάποιον, να τον κάμεις
φίλο σου; Κάν᾽ το, και καλή να ᾽ν᾽ η ώρα.
Τί μου αραδιάζεις γνωμικά; Μπρος! Δίνε,
χάριζε, μοίραζε όσα θέλεις· είμαι
σύμφωνος σε όλα. ΣΩΣ. Μα με την καρδιά σου;
ΚΑΛ. Με την καρδιά μου, ναι, μην έχεις έγνοια.
820ΣΩΣ. Πάω τότε να φωνάξω το Γοργία.
ΓΟΡ. Πήγα να βγω, κι ως έστεκα στην πόρτα,
όσα είπατε, όλα φτάσανε στ᾽ αυτιά μου.
ΣΩΣ. Τί λες λοιπόν; ΓΟΡ. Για εξαίρετο εγώ φίλο,
Σώστρατε, σ᾽ έχω και μια σπάνια νιώθω
για σένα αγάπη· μια κατάσταση όμως
απ᾽ τη δική μου ανώτερη ούτε θέλω
ούτε μπορώ να τη σηκώσω, αλήθεια.
ΣΩΣ. Δε σε καταλαβαίνω. ΓΟΡ. Τη δική μου
αδερφή σου τη δίνω για γυναίκα,
μα τη δική σου εγώ να πάρω… α, όχι.
ΣΩΣ. Πώς όχι; ΓΟΡ. Η καλοπέραση που ο ξένος
830κόπος σ᾽ εμάς χαρίζει δε μου αρέσει·
αν είναι από δικά μου, τότε αλλάζει.
ΣΩΣ. Γοργία μου, κουταμάρες· δεν είσαι άξιος
τάχα γι᾽ αυτόν το γάμο; Αυτό νομίζεις;
ΓΟΡ. Άξιος για το κορίτσι λέω πως είμαι,
μα όχι πολλά να πάρω, ενώ έχω λίγα.
ΚΑΛ. Ευγενική, μά το μεγάλο Δία,
η… κουταμάρα. ΓΟΡ. Δηλαδή; ΚΑΛ. Σαν πλούσιος
να φέρνεσαι αγαπάς, ενώ δεν είσαι.
Τη συγκατάθεσή μου εγώ τη δίνω,
κι ο τρόπος σου ο καλός διπλά με πείθει·
αν δε δεχόσουν, και φτωχός και βλάκας
840θα ᾽σουν μαζί. Της σωτηρίας ο δρόμος
σού ανοίγεται. ΓΟΡ. Καλά. ΣΩΣ. Και τώρα πια ένα
μένει λοιπόν· να γίνει ο αρραβώνας.
|