Αλλά άκουσε ο ξανθός Μενέλαος τον θαυμασμό του,
και του αντιμίλησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Αγαπημένα μου παιδιά, δεν πρέπει ένας θνητός
ν᾽ ανταγωνίζεται τον Δία, γιατί είναι αθάνατα τα κτίσματα,
αθάνατα και τα αποκτήματά του.
80Ίσως μπορούσε κάποιος άνθρωπος να παραβγεί μαζί μου, ίσως κι όχι,
στα πλούτη που κατέχω. Όσα μετά από τόσα πάθη
και άλλη τόση περιπλάνηση έφερα εδώ με τα καράβια μου,
γυρίζοντας αργά στον όγδοο χρόνο.
Περιπλανήθηκα στην Κύπρο, στη Φοινίκη και στην Αίγυπτο,
έφτασα στους Αιθίοπες, τους Σιδονίους κι Ερεμβούς,
και πέρα ως τη Λιβύη, όπου τ᾽ αρνιά μόλις γεννιούνται
βγάζουν κέρατα — εκεί γεννούν τα πρόβατα
μέσα στον ίδιο χρόνο τρεις φορές.
Στα μέρη τους, μήτε αρχοντόπουλο μήτε βοσκός δεν μένει
από τυρί και κρέας, δεν του απολείπει γάλα γλυκούτσικο,
αφού καθημερνά κι αδιάκοπα τους δίνουν γάλα
γι᾽ άρμεγμα τ᾽ αρνιά τους.
90Κι όμως, όσο καιρόν εγώ παράδερνα, μαζεύοντας τόσα αγαθά,
βρήκε τον χρόνο ο άλλος κι έσφαξε τον αδελφό μου, λαθραία κι ανέλπιστα,
με δόλο της καταραμένης του γυναίκας —
γι᾽ αυτό δεν χαίρομαι που βασιλεύω μες στα πλούτη μου.
Θα το ᾽χετε, φαντάζομαι, κι εσείς ακούσει απ᾽ τους γονείς σας,
όποιοι και να ᾽ναι· υπέφερα πολύ, το σπιτικό μου ρήμαξε
στην πιο μεγάλη ακμή του, τότε που φύλαγε περιουσία πολύτιμη.
Παρ᾽ όλα ταύτα, θα προτιμούσα να ζούσα τώρα με το ένα τρίτο της
σ᾽ αυτό το σπίτι, φτάνει να ήσαν σώοι όσοι αφανίστηκαν τότε
στης Τροίας τον κάμπο μακριά απ᾽ το ιππόβοτο Άργος.
100Γι᾽ αυτό θρηνώ κι οδύρομαι, σε τούτο το παλάτι καθισμένος
ώρες ατέλειωτες, όταν τους σκέφτομαι, όλους· άλλοτε ξαλαφρώνω την ψυχή μου
με το κλάμα, άλλοτε πάλι σταματώ, γιατί κι ο κρύος γόος
γρήγορα χορταίνεται.
Αλλά κανέναν άλλον τόσο δεν θρηνώ, παρόλο που με σφάζει ο πόνος,
όσο τον ένα εκείνον· εχθρεύομαι τον ύπνο και το φαγητό,
όταν τον φέρνει ο νους μου, αφού κανένας άλλος Αχαιός δεν δοκιμάστηκε
μ᾽ όσα δοκίμασε ο Οδυσσέας και σήκωσε. Του έμελλε όμως
μοίρα θλιβερή, κι εμένα αλησμόνητος, αβάστακτος καημός
για κείνον· που χάθηκε, πάει καιρός, και πια δεν ξέρουμε
110αν ζει ή πέθανε. Τον κλαιν, ακούω, ο γέροντας Λαέρτης,
η Πηνελόπη συνετή και βέβαια ο Τηλέμαχος,
που νεογέννητο μωρό τον άφησε στο σπίτι.»
Μιλώντας έτσι, ξύπνησε τον πόθο του πατέρα του στον νέο,
που βούρκωσε· το δάκρυ κύλησε στη γη από τα βλέφαρά του
ακούγοντας τ᾽ όνομα του πατέρα του,
κι αμέσως ανασήκωσε την πορφυρή χλαμύδα
με τα δυο του χέρια σκεπάζοντας τα μάτια του. Αλλά ο Μενέλαος
τον είδε και κατάλαβε· νους και ψυχή του ταλαντεύθηκαν
αν έπρεπε να τον αφήσει να μνημονεύσει μόνος τον πατέρα του,
ή να τον δοκιμάσει πρώτος, αυτός ρωτώντας τα καθέκαστα.
120Κι όσο το δίλημμα αναθίβανε στον νου και στην ψυχή του,
φάνηκε η Ελένη, κατεβαίνοντας από τον μυρισμένο θάλαμό της,
σαν άλλη Άρτεμη με τα χρυσά της βέλη.
Μαζί της η Αδρήστη, που κάθισμα άνετο της έστησε,
η Αλκίππη, που της έφερε μάλλινο μαλακό κιλίμι,
κι ακόμη η Φυλώ, που της κρατούσε το ασημένιο της πανέρι, χάρισμα αυτό
από την Αλκάνδρη, ταίρι του Πόλυβου, που τώρα τη Θήβα κατοικούσε
της Αιγύπτου, όπου και το παλάτι του με τα πολλά του πλούτη.
Ο Πόλυβος, που χάρισε του Μενελάου δυο λουτήρες αργυρούς,
δυο τρίποδες και δέκα τάλαντα χρυσάφι.
130Χώρια η γυναίκα του, που πρόσφερε πάγκαλα δώρα στην Ελένη·
ρόκα χρυσή κι εκείνο το ασημένιο κυλιστό πανέρι
μ᾽ ακρόχειλα μαλαματένια.
Αυτό της έφερε η Φυλώ, γεμάτο νήμα δουλεμένο,
και τεντωμένη επάνω του την ηλακάτη
με μαλλί μενεξεδένιο.
Κάθησε εκείνη στον στημένο θρόνο της, ακούμπησε τα πόδια στο σκαμνί,
κι αμέσως πήρε να ρωτά τον άντρα της το καθετί:
«Ξέρουμε αλήθεια, ευγενικέ Μενέλαε, για ποια γενιά καυχώνται
οι νέοι εδώ που βρέθηκαν μες στο δικό μας το παλάτι;
140Παραίσθηση, ή θα πετύχω την αλήθεια; Θέλει η ψυχή μου ωστόσο να το πει:
ομολογώ, ποτέ μου ως τώρα δεν είδα άνθρωπο να μοιάζει τόσο
(άντρας, γυναίκα — τον βλέπω και θολώνει ο νους μου)
όπως αυτός στου μεγαλόψυχου Οδυσσέα τον γιο·
για τον Τηλέμαχο μιλώ, που νεογέννητο μωρό τον άφησε
τότε στο σπίτι εκείνος, όταν εσείς οι Αχαιοί,
για χάρη μου, μιας άθλιας σκύλας, φτάσατε κάτω από την Τροία
κι ανοίξατε τον άγριο πόλεμο.»
|