Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εὐμενίδες (837-869)


ΧΟ. ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ, [στρ. β]
ἐμὲ παλαιόφρονα, κατά τε γᾶν οἰκεῖν,
ἀτίετον, φεῦ, μύσος.
840 πνέω τοι μένος ἅπαντά τε κότον.
οἰοῖ δᾶ, φεῦ.
τίς μ᾽ ὑποδύεται πλευράς, ‹τίς› ὀδύνα
θυμόν; ἄιε, μᾶτερ
845 Νύξ· ἀπὸ γὰρ τιμᾶν δαναιᾶν με θεῶν
δυσπάλαμοι παρ᾽ οὐδὲν ἦραν δόλοι.

ΑΘ. ὀργὰς ξυνοίσω σοι· γεραιτέρα γὰρ εἶ.
καὶ τῷ μὲν ‹εἶ› σὺ κάρτ᾽ ἐμοῦ σοφωτέρα,
850 φρονεῖν δὲ κἀμοὶ Ζεὺς ἔδωκεν οὐ κακῶς.
ὑμεῖς δ᾽ ἐς ἀλλόφυλον ἐλθοῦσαι χθόνα
γῆς τῆσδ᾽ ἐρασθήσεσθε· προυννέπω τάδε.
οὑπιρρέων γὰρ τιμιώτερος χρόνος
ἔσται πολίταις τοῖσδε. καὶ σὺ τιμίαν
855 ἕδραν ἔχουσα πρὸς δόμοις Ἐρεχθέως
τεύξῃ παρ᾽ ἀνδρῶν καὶ γυναικείων στόλων
ὅσ᾽ ἂν παρ᾽ ἄλλων οὔποτ᾽ ἂν σχέθοις βροτῶν.
σὺ δ᾽ ἐν τόποισι τοῖς ἐμοῖσι μὴ βάλῃς
μήθ᾽ αἱματηρὰς θηγάνας, σπλάγχνων βλάβας
860 νέων, ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν,
μήτ᾽, ἐξελοῦσ᾽ ὡς καρδίαν ἀλεκτόρων,
ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη
ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους θρασύν.
θυραῖος ἔστω πόλεμος, οὐ μόλις παρών,
865 ἐν ᾧ τις ἔσται δεινὸς εὐκλείας ἔρως·
ἐνοικίου δ᾽ ὄρνιθος οὐ λέγω μάχην.
τοιαῦθ᾽ ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ,
εὖ δρῶσαν, εὖ πάσχουσαν, εὖ τιμωμένην
χώρας μετασχεῖν τῆσδε θεοφιλεστάτης.


ΧΟΡΟΣ
Εγώ να πάθω αυτά, καημός!
κι εγώ η παλαιϊκιά να κατοικώ στη γης
σίχαμα καταφρονεμένο!
840Λυσσάω απ᾽ την οργή, λυσσάω απ᾽ το κακό,
ω γης κι ουρανέ!
ποιός στα πλευρά περνά,
ποιός σφάχτης στην καρδιά;
άκουσε το θυμό μου, μάνα Νύχτα!
απ᾽ τις αρχαίες μου τις τιμές
μ᾽ άνομες πονηριές
με βγάλανε θεοί — κι είμαι τίποτα πια!

ΑΘΗΝΑ
Δε θα συνεριστώ την τόση οργή, γιατ᾽ είσαι
στα χρόνια μεγαλύτερη· μα όσο κι αν ξέρεις
από με βέβαια πιο πολλά, όμως και μένα
850μου έδωσε ο Δίας να μπορώ σωστά να κρίνω.
Αν φύγετε σ᾽ αλλόφυλη να πάτε χώρα,
θα θυμηθείτε αυτής της γης, σας το προλέγω·
γιατί τα χρόνια που ᾽ν᾽ να ᾽ρθουν πιο δοξασμένα
θα ᾽ναι για το λαό μου αυτό, κι όταν συ θα ᾽χεις
σεβαστήν έδρα πλάι εδώ στον Ερεχθέα,
τόσα θα ᾽ναι να βρεις κι απ᾽ άντρες και γυναίκες
όσα πουθενά αλλού ποτέ σου απ᾽ άλλους θα ᾽χες.
Μα έτσι και συ μη σπείρεις σε δικούς μου τόπους
ζιζάνια φονικά, που τα σπλάχνα ρημάζουν
860των νέων και με χωρίς κρασί τους ξεφρενώνουν,
μηδέ φωτιές μες στου λαού μου συδαυλίζεις,
σαν να ᾽ν᾽ κοκόρια, τις καρδιές κι αμάχη στήσεις,
που άγρια να πολεμούν αδέρφια με τ᾽ αδέρφια·
με τους απ᾽ έξω ας είν᾽ ο πόλεμος, που νά τος,
έρχετ᾽ ως που να πεις και τον τρανό της δόξας
έρωτ᾽ ανάβει, κι όχι να μου λες για μάχες
που στις αυλές τα σπιτικά τα ορνίθια στήνουν.
Λοιπόν τέτοια να βρεις, αν θες, μπορεί από μένα:
να ᾽χεις μαζί μου αυτή την άγια χώρα, μ᾽ όσες
θα σου πρέπουν τιμές για όσα καλά της κάμεις.