ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Πόσο αλαφρών᾽ η καρδιά μου, θεοί, [στρ. 1]
άμα λογιάζω το πόσο μας γνοιάζεστε.
Όμως η πίστη μου ετούτη
φεύγει, σαν βλέπω του ανθρώπου τη μοίρα:
έργατα πάθη, τα πάντα ν᾽ αλλάζουν
κι όλο και πιο παραδέρν᾽ η ζωή μας
1110κι όλο πληθαίνουνε πίκρες και βάσανα.
Αχ! να μου δίναν οι αθάνατοι γεια, [αντ. 1]
τύχη και βιος και καρδιάν αμαράζωτη
κι όχι μ᾽ αγύριστην γνώμην
ή λαθεμένην. Καλότροπα πάντα
να ᾽χα συνήθεια κι ο άστατος βίος,
όταν αλλάζει, να μη με πληγώνει
κι όλα τα χρόνια μου να ᾽ναι χαρούμενα!
1120Θόλωσε ο νους μου να βλέπω η φτωχιά [στρ. 2]
τ᾽ άστρο σου, Ελλάδα, να φεύγει τ᾽ ολόλαμπρο
σ᾽ άλληνε χώρα τ᾽ αδίκου.
Το ᾽διωξε, βλέπω, ο θυμός του πατέρα.
Γεια σου αμμουδιά της Τροιζήνας και λόγγοι,
γεια σας κυνήγια με σβέλτα σκυλιά
1130πάντα μαζί με την πάναγνη Αρτέμιδα.
Μάιδε καβάλα θα τρέχεις εδώ [αντ. 2]
σ᾽ άτια βενέτικ᾽ απάνου κι ασέλωτα
μάιδε θ᾽ αχούν στο παλάτι
τ᾽ άξια τραγούδια της άγρυπνης λύρας
μάιδε ανθοστέφανα η Άρτεμη θα ᾽χει,
σαν ξαποσταίνει στου δάσου τη χλόη·
1140μάιδε οι κοπέλες λαχτάρες θε να ᾽χουνε.
Κι εγώ, για σένα, η άμοιρή μου μοίρα [επωδ.]
με κλάματα όλο θα περνά.
Δύστυχη μάνα, γέννησες
ανώφελα τέτοιον υγιό!
Με σας έχω παράπονο,
αλιά και τρισαλιά μου, αθάνατοι!
Και σεις, προστάτισσες των γάμων,
Χάριτες, πώς τον διώχνετε απ᾽ το σπίτι
1150το πατρικό του, αφού δεν έφταιξε;
|