Με τα πενήντα κουπιά του, κυρά μας, εσένα
τώρα στο σπίτι σου αργίτικο πλοίο θα σε πάει·
ω, του βουνόθρεφτου Πάνα καλάμι κερόδετο
με την ψιλή του λαλιά το ρυθμό
στους λαμνοκόπους θα δίνει,
και τους αχούς της εφτάχορδης λύρας
ο μαντολόγος ο Φοίβος ρυθμίζοντας
1130με το τραγούδι, στη γη θα σε πάει μια χαρά
των Αθηναίων την περίλαμπρη.
Απαρατώντας εμένα εδώ χάμω
με των κουπιώνε θα φύγεις το χτύπο·
του καραβιού του γοργόδρομου οι σκότες
από τα στράλια, στης πλώρης την άκρη ψηλά, τα πανιά
θα τ᾽ αμολήσουν στον άνεμο.
Στη λαμπερήν απλωσιά να πετούσα, όπου τ᾽ άρμα
του ήλιου κυλά τη μεγάλη φωτιά του σκορπώντας·
1140και στου σπιτιού μας ανάερα τους θάλαμους φτάνοντας
να σταματούσα στις πλάτες μου πια
τις γρήγορές μου φτερούγες·
στα χοροστάσια μας, αχ, να βρισκόμουν,
όπου, κοπέλα ακριβή, πολυγύρευτη,
πλάι στη μανούλα μου εγώ σε χορούς κυκλικούς
τις συνομήλικες έσερνα·
κι ως σηκωνόμουνα, μέρος να λάβω
στης ομορφιάς τον αγώνα, σε πλούτο
1150κι απαλοσύνη μαλλιών, τις πλεξίδες
και το μαγνάδι τ᾽ ολόπλουμο γύρω κατέβαζα εγώ,
για να μου ισκιώνουν τα μάγουλα.
|