Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑλένη (1071-1106)


ΜΕ. καὶ μὴν ἐάνπερ ναῦν ἐπ᾽ ἀγκύρας λάβω,
ἀνὴρ παρ᾽ ἄνδρα στήσεται ξιφηφόρος.
ΕΛ. σὲ χρὴ βραβεύειν πάντα· πόμπιμοι μόνον
λαίφει πνοαὶ γένοιντο χἴλεως δρόμος.
1075ΜΕ. ἔσται· πόνους γὰρ δαίμονες παύσουσί μου.
ἀτὰρ θανόντα τοῦ μ᾽ ἐρεῖς πεπυσμένη;
ΕΛ. σοῦ· καὶ μόνος γε φάσκε διαφυγεῖν μόρον
Ἀτρέως πλέων σὺν παιδὶ καὶ θανόνθ᾽ ὁρᾶν.
ΜΕ. καὶ μὴν τάδ᾽ ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη
1080ξυμμάρτυρές σοι ναυτικῶν ἐρειπίων.
ΕΛ. ἐς καιρὸν ἦλθε, τότε δ᾽ ἄκαιρ᾽ ἀπώλλυτο·
τὸ δ᾽ ἄθλιον κεῖν᾽ εὐτυχὲς τάχ᾽ ἂν πέσοι.
ΜΕ. πότερα δ᾽ ἐς οἴκους σοι συνεισελθεῖν με χρὴ
ἢ πρὸς τάφωι τῶιδ᾽ ἥσυχοι καθώμεθα;
1085ΕΛ. αὐτοῦ μέν᾽· ἢν γὰρ καί τι πλημμελές σε δρᾶι,
τάφος σ᾽ ὅδ᾽ ἂν ῥύσαιτο φάσγανόν τε σόν.
ἐγὼ δ᾽ ἐς οἴκους βᾶσα βοστρύχους τεμῶ
πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι
παρῆιδί τ᾽ ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ †χροός†.
1090μέγας γὰρ ἁγὼν καὶ βλέπω δύο ῥοπάς·
ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ᾽, ἢν ἁλῶ τεχνωμένη,
ἢ πατρίδα τ᾽ ἐλθεῖν καὶ σὸν ἐκσῶσαι δέμας.
ὦ πότνι᾽ ἣ Δίοισιν ἐν λέκτροις πίτνεις
Ἥρα, δύ᾽ οἰκτρὼ φῶτ᾽ ἀνάψυξον πόνων,
1095αἰτούμεθ᾽ ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν
ῥίπτονθ᾽, ἵν᾽ οἰκεῖς ἀστέρων ποικίλματα.
σύ θ᾽, ἣ ᾽πὶ τὠμῶι κάλλος ἐκτήσω γάμωι,
κόρη Διώνης Κύπρι, μή μ᾽ ἐξεργάσηι.
ἅλις δὲ λύμης ἥν μ᾽ ἐλυμήνω πάρος
1100τοὔνομα παρασχοῦσ᾽, οὐ τὸ σῶμ᾽, ἐν βαρβάροις.
θανεῖν δ᾽ ἔασόν μ᾽, εἰ κατακτεῖναι θέλεις,
ἐν γῆι πατρώιαι. τί ποτ᾽ ἄπληστος εἶ κακῶν,
ἔρωτας ἀπάτας δόλιά τ᾽ ἐξευρήματα
ἀσκοῦσα φίλτρα θ᾽ αἱματηρὰ σωμάτων;
1105εἰ δ᾽ ἦσθα μετρία, τἄλλα γ᾽ ἡδίστη θεῶν
πέφυκας ἀνθρώποισιν· οὐκ ἄλλως λέγω.


ΜΕΝ. Καράβι αν βρω αραγμένο, όλους τους άντρες
πλάι πλάι με γυμνά σπαθιά θα στήσω.
ΕΛΕ. Δουλειά δική σου ετούτο· στα πανιά μας
πρίμος αγέρας και καλό ταξίδι.
ΜΕΝ. Ας πάψουν οι θεοί τα βάσανά μου.
Για τον χαμό μου ποιός θα πεις πως στο ᾽πε;
ΕΛΕ. Εσύ· θα πεις πως γλίτωσες μονάχα
και τον Μενέλαο είδες να πεθαίνει.
ΜΕΝ. Και τα κουρέλια που ᾽χω φορεσιά μου
1080για το ναυάγιο θα μιλούν καθάρια.
ΕΛΕ. Καλά είναι τώρα, τότες όμως όχι·
γοργά να γίνει η συμφορά χαρά μας
ΜΕΝ. Πρέπει να μπω μαζί στο παλάτι
ή εδώ βουβός να καρτερώ στον τάφο;
ΕΛΕ. Εδώ· γιατί αν θελήσει να σε βλάψει,
το ξίφος σου και ο τάφος θα σε σώσουν.
Εγώ θα πάω μέσα, τα μαλλιά μου
θα κόψω, αντί λευκά θα βάλω μαύρα,
το πρόσωπό μου άγρια θα ματώσω.
1090Τρανός ο αγώνας και δύο τέρματα έχει:
Να χάσω τη ζωή μου αν καταλάβουν
τα σχέδιά μου ή να σε σώσω κι έτσι
μαζί σου να γυρίσω πια στη Σπάρτη.
Σεβάσμια Ήρα, ταίρι εσύ του Δία,
απ᾽ τα δεινά, τους δόλιους, λύτρωσέ μας.
Στων αστεριών το φέγγος και στα ουράνια
που κατοικείς, υψώνουμε τα χέρια
και σε παρακαλούμε. Κι εσύ κόρη
της Διώνης, Αφροδίτη, που έχεις πάρει
με τον δικό μου γάμο το βραβείο
της ομορφιάς, μη μ᾽ αφανίσεις. Φτάνουν
τα βάσανα που τράβηξα, όταν τότε
1100πρόσφερες τ᾽ όνομά μου, όχι το σώμα,
στους βάρβαρους. Αν θες να με σκοτώσεις,
άσε με στην πατρίδα να πεθάνω.
Για συμφορές αχόρταγή ᾽σαι πάντα
κι ο έρωτας, το ψέμα, οι δολοπλόκες
πράξεις σ᾽ αρέσουν τόσο και τα φίλτρα,
που μες στα σπίτια φέρνουνε το αίμα.
Αν κράταγες το μέτρο, θα γινόσουν
η πιο γλυκιά θεά, ναι, το πιστεύω.
(Η Ελένη μπαίνει μέσα.)