ΜΕΝ. Καράβι αν βρω αραγμένο, όλους τους άντρες
πλάι πλάι με γυμνά σπαθιά θα στήσω.
ΕΛΕ. Δουλειά δική σου ετούτο· στα πανιά μας
πρίμος αγέρας και καλό ταξίδι.
ΜΕΝ. Ας πάψουν οι θεοί τα βάσανά μου.
Για τον χαμό μου ποιός θα πεις πως στο ᾽πε;
ΕΛΕ. Εσύ· θα πεις πως γλίτωσες μονάχα
και τον Μενέλαο είδες να πεθαίνει.
ΜΕΝ. Και τα κουρέλια που ᾽χω φορεσιά μου
1080για το ναυάγιο θα μιλούν καθάρια.
ΕΛΕ. Καλά είναι τώρα, τότες όμως όχι·
γοργά να γίνει η συμφορά χαρά μας
ΜΕΝ. Πρέπει να μπω μαζί στο παλάτι
ή εδώ βουβός να καρτερώ στον τάφο;
ΕΛΕ. Εδώ· γιατί αν θελήσει να σε βλάψει,
το ξίφος σου και ο τάφος θα σε σώσουν.
Εγώ θα πάω μέσα, τα μαλλιά μου
θα κόψω, αντί λευκά θα βάλω μαύρα,
το πρόσωπό μου άγρια θα ματώσω.
1090Τρανός ο αγώνας και δύο τέρματα έχει:
Να χάσω τη ζωή μου αν καταλάβουν
τα σχέδιά μου ή να σε σώσω κι έτσι
μαζί σου να γυρίσω πια στη Σπάρτη.
Σεβάσμια Ήρα, ταίρι εσύ του Δία,
απ᾽ τα δεινά, τους δόλιους, λύτρωσέ μας.
Στων αστεριών το φέγγος και στα ουράνια
που κατοικείς, υψώνουμε τα χέρια
και σε παρακαλούμε. Κι εσύ κόρη
της Διώνης, Αφροδίτη, που έχεις πάρει
με τον δικό μου γάμο το βραβείο
της ομορφιάς, μη μ᾽ αφανίσεις. Φτάνουν
τα βάσανα που τράβηξα, όταν τότε
1100πρόσφερες τ᾽ όνομά μου, όχι το σώμα,
στους βάρβαρους. Αν θες να με σκοτώσεις,
άσε με στην πατρίδα να πεθάνω.
Για συμφορές αχόρταγή ᾽σαι πάντα
κι ο έρωτας, το ψέμα, οι δολοπλόκες
πράξεις σ᾽ αρέσουν τόσο και τα φίλτρα,
που μες στα σπίτια φέρνουνε το αίμα.
Αν κράταγες το μέτρο, θα γινόσουν
η πιο γλυκιά θεά, ναι, το πιστεύω.
(Η Ελένη μπαίνει μέσα.)
|