Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.5.4-8.6.5)

[8.5.4] Καὶ ὁ μὲν τοῖς Λεσβίοις ἔπρασσε, Χῖοι δὲ καὶ Ἐρυθραῖοι ἀποστῆναι καὶ αὐτοὶ ἑτοῖμοι ὄντες πρὸς μὲν Ἆγιν οὐκ ἐτράποντο, ἐς δὲ τὴν Λακεδαίμονα. καὶ παρὰ Τισσαφέρνους, ὃς βασιλεῖ Δαρείῳ τῷ Ἀρταξέρξου στρατηγὸς ἦν τῶν κάτω, πρεσβευτὴς ἅμα μετ᾽ αὐτῶν παρῆν. [8.5.5] ἐπήγετο γὰρ καὶ ὁ Τισσαφέρνης τοὺς Πελοποννησίους καὶ ὑπισχνεῖτο τροφὴν παρέξειν. ὑπὸ βασιλέως γὰρ νεωστὶ ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ἀρχῆς φόρους, οὓς δι᾽ Ἀθηναίους ἀπὸ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων οὐ δυνάμενος πράσσεσθαι ἐπωφείλησεν· τούς τε οὖν φόρους μᾶλλον ἐνόμιζε κομιεῖσθαι κακώσας τοὺς Ἀθηναίους, καὶ ἅμα βασιλεῖ ξυμμάχους Λακεδαιμονίους ποιήσειν, καὶ Ἀμόργην τὸν Πισσούθνου υἱὸν νόθον, ἀφεστῶτα περὶ Καρίαν, ὥσπερ αὐτῷ προσέταξε βασιλεύς, ἢ ζῶντα ἄξειν ἢ ἀποκτενεῖν.
[8.6.1] Οἱ μὲν οὖν Χῖοι καὶ Τισσαφέρνης κοινῇ κατὰ τὸ αὐτὸ ἔπρασσον, Καλλίγειτος δὲ ὁ Λαοφῶντος Μεγαρεὺς καὶ Τιμαγόρας ὁ Ἀθηναγόρου Κυζικηνός, φυγάδες τῆς ἑαυτῶν ἀμφότεροι παρὰ Φαρναβάζῳ τῷ Φαρνάκου κατοικοῦντες, ἀφικνοῦνται περὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐς τὴν Λακεδαίμονα πέμψαντος Φαρναβάζου, ὅπως ναῦς κομίσειαν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον, καὶ αὐτός, εἰ δύναιτο, ἅπερ ὁ Τισσαφέρνης προυθυμεῖτο, τάς τε ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἀρχῇ πόλεις ἀποστήσειε τῶν Ἀθηναίων διὰ τοὺς φόρους καὶ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ βασιλεῖ τὴν ξυμμαχίαν τῶν Λακεδαιμονίων ποιήσειεν.
[8.6.2] Πρασσόντων δὲ ταῦτα χωρὶς ἑκατέρων, τῶν τε ἀπὸ τοῦ Φαρναβάζου καὶ τῶν ἀπὸ τοῦ Τισσαφέρνους, πολλὴ ἅμιλλα ἐγίγνετο τῶν ἐν τῇ Λακεδαίμονι, ὅπως οἱ μὲν ἐς τὴν Ἰωνίαν καὶ Χίον, οἱ δ᾽ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον πρότερον ναῦς καὶ στρατιὰν πείσουσι πέμπειν. [8.6.3] οἱ μέντοι Λακεδαιμόνιοι τὰ τῶν Χίων καὶ Τισσαφέρνους παρὰ πολὺ προσεδέξαντο μᾶλλον· ξυνέπρασσε γὰρ αὐτοῖς καὶ Ἀλκιβιάδης, Ἐνδίῳ ἐφορεύοντι πατρικὸς ἐς τὰ μάλιστα ξένος ὤν, ὅθεν καὶ τοὔνομα Λακωνικὸν ἡ οἰκία αὐτῶν κατὰ τὴν ξενίαν ἔσχεν· Ἔνδιος γὰρ Ἀλκιβιάδου ἐκαλεῖτο. [8.6.4] ὅμως δ᾽ οἱ Λακεδαιμόνιοι πρῶτον κατάσκοπον ἐς τὴν Χίον πέμψαντες Φρῦνιν ἄνδρα περίοικον, εἰ αἵ τε νῆες αὐτοῖς εἰσὶν ὅσασπερ ἔλεγον καὶ τἆλλα εἰ ἡ πόλις ἱκανή ἐστι πρὸς τὴν λεγομένην δόξαν, ἀπαγγείλαντος αὐτοῖς ὡς εἴη ταῦτα ἀληθῆ ἅπερ ἤκουον, τούς τε Χίους καὶ τοὺς Ἐρυθραίους εὐθὺς ξυμμάχους ἐποιήσαντο καὶ τεσσαράκοντα ναῦς ἐψηφίσαντο αὐτοῖς πέμπειν, ὡς ἐκεῖ οὐκ ἔλασσον ἢ ἑξήκοντα ἀφ᾽ ὧν οἱ Χῖοι ἔλεγον ὑπαρχουσῶν. [8.6.5] καὶ τὸ μὲν πρῶτον δέκα τούτων αὐτοὶ ἔμελλον πέμψειν, καὶ Μελαγχρίδαν, ὃς αὐτοῖς ναύαρχος ἦν· ἔπειτα σεισμοῦ γενομένου ἀντὶ τοῦ Μελαγχρίδου Χαλκιδέα ἔπεμπον καὶ ἀντὶ τῶν δέκα νεῶν πέντε παρεσκευάζοντο ἐν τῇ Λακωνικῇ. καὶ ὁ χειμὼν ἐτελεύτα καὶ ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν.

[8.5.4] Ενώ αυτός ενεργούσε για τους Λεσβίους, οι Χίοι και οι Ερυθραίοι, οι οποίοι ήσαν έτοιμοι κι αυτοί ν᾽ αποστατήσουν, δεν στράφηκαν προς τον Άγι, αλλά προς την Λακεδαίμονα, όπου έφτασε μαζί τους ένας πρέσβης του Τισσαφέρνη που ήταν στρατηγός του Δαρείου, γιου του Αρταξέρξη, και διοικούσε τις παραθαλάσσιες επαρχίες. [8.5.5] Και ο Τισσαφέρνης παρακινούσε τους Πελοποννησίους να στείλουν στρατό, με την υπόσχεση να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του. Ο Πέρσης βασιλιάς τον είχε πρόσφατα αναγκάσει να του καταβάλει τους φόρους της περιοχής του επειδή δεν είχε μπορέσει, εξαιτίας των Αθηναίων, να εισπράξει τον φόρο από τις ελληνικές πολιτείες και είχε καθυστερήσει τις οφειλές του. Θεωρούσε ότι, αν εξασθένιζε τους Αθηναίους, θα εισέπραττε πιο εύκολα τους φόρους και θα έκανε τους Λακεδαιμονίους συμμάχους του βασιλέα. Θα μπορούσε έτσι να εκτελέσει την διαταγή του βασιλέα να του φέρει, ζωντανό ή πεθαμένο, τον νόθο γιο του Πισσούθνη, Αμόργη, που είχε επαναστατήσει στην περιοχή της Καρίας. [8.6.1] Οι Χίοι, λοιπόν, και ο Τισσαφέρνης, ενεργούσαν για τον ίδιο σκοπό.
Την ίδια, περίπου, εποχή έφτασαν στην Λακεδαίμονα ο Καλλίγειτος του Λαοφώντος, Μεγαρίτης, και ο Τιμαγόρας του Αθηναγόρα, Κυζικηνός, εξόριστοι και οι δύο από τις πολιτείες τους. Ζούσαν στην αυλή του Φαρναβάζου, γιου του Φαρνάκη, ο οποίος τους έστειλε για να τους ζητήσει να στείλουν καράβια στον Ελλήσποντο. Ήθελε κι αυτός, καθώς κι ο Τισσαφέρνης, να βοηθήσει τις ελληνικές πολιτείες της περιοχής του να αποστατήσουν από την Αθήνα, για να εισπράττει τους φόρους και με δική του πρωτοβουλία να γίνουν οι Λακεδαιμόνιοι σύμμαχοι του βασιλέα. [8.6.2] Καθώς οι απεσταλμένοι του Τισσαφέρνη και του Φαρναβάζου ενεργούσαν χωριστά, δημιουργήθηκε μεταξύ τους μεγάλος συναγωνισμός στη Λακεδαίμονα, γιατί οι πρώτοι προσπαθούσαν να πείσουν τους Λακεδαιμονίους να στείλουν καράβια στην Ιωνία και στη Χίο, και οι δεύτεροι προσπαθούσαν να τους πείσουν να τα στείλουν στον Ελλήσποντο. [8.6.3] Οι Λακεδαιμόνιοι έκλιναν πολύ περισσότερο προς την πρόταση των Χίων και του Τισσαφέρνη, την οποία υποστήριζε και ο Αλκιβιάδης που συνδεόταν με οικογενειακούς δεσμούς ξενίας με τον έφορο Ένδιο. Από τον δεσμό αυτόν είχε μπει στην οικογένεια του Αλκιβιάδη το όνομά του που ήταν σπαρτιατικό. Ο πατέρας του Ενδίου λεγόταν και αυτός Αλκιβιάδης. [8.6.4] Αλλά παρ᾽ όλα αυτά οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν πρώτα στην Χίο τον περίοικο Φρύνι για να εξετάσει αν, πραγματικά, είχαν όσα καράβια έλεγαν ότι έχουν και αν η πολιτεία ήταν τόσο δυνατή όσο διαδιδόταν. Όταν γύρισε και τους είπε ότι όσα άκουαν ήσαν αλήθεια, έκαναν αμέσως συμμαχία με τους Χίους και τους Ερυθραίους και ψήφισαν να τους στείλουν σαράντα καράβια, γιατί λογάριαζαν ότι κατά τα όσα έλεγαν οι Χίοι θα υπήρχαν εκεί τουλάχιστον άλλα εξήντα. [8.6.5] Επρόκειτο να τους στείλουν αμέσως δέκα από τα καράβια αυτά, με ναύαρχό τους τον Μελαγχρίδα, αλλά μετά από έναν σεισμό, αντικατέστησαν τον Μελαγχρίδα με τον Χαλκιδέα και αντί δέκα καράβια ετοίμαζαν πέντε στην Λακωνική. Έτσι τέλειωσε ο χειμώνας και μαζί ο δέκατος ένατος χρόνος του πολέμου που ιστορεί ο Θουκυδίδης.