Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (7.83.1-7.85.4)
[7.83.1] Οἱ δὲ Συρακόσιοι τῇ ὑστεραίᾳ καταλαβόντες αὐτὸν ἔλεγον ὅτι οἱ μετὰ Δημοσθένους παραδεδώκοιεν σφᾶς αὐτούς, κελεύοντες κἀκεῖνον τὸ αὐτὸ δρᾶν· ὁ δ᾽ ἀπιστῶν σπένδεται ἱππέα πέμψαι σκεψόμενον. [7.83.2] ὡς δ᾽ οἰχόμενος ἀπήγγειλε πάλιν παραδεδωκότας, ἐπικηρυκεύεται Γυλίππῳ καὶ Συρακοσίοις εἶναι ἑτοῖμος ὑπὲρ Ἀθηναίων ξυμβῆναι, ὅσα ἀνήλωσαν χρήματα Συρακόσιοι ἐς τὸν πόλεμον, ταῦτα ἀποδοῦναι, ὥστε τὴν μετ᾽ αὐτοῦ στρατιὰν ἀφεῖναι αὐτούς· μέχρι οὗ δ᾽ ἂν τὰ χρήματα ἀποδοθῇ, ἄνδρας δώσειν Ἀθηναίων ὁμήρους, ἕνα κατὰ τάλαντον. [7.83.3] οἱ δὲ Συρακόσιοι καὶ Γύλιππος οὐ προσεδέχοντο τοὺς λόγους, ἀλλὰ προσπεσόντες καὶ περιστάντες πανταχόθεν ἔβαλλον καὶ τούτους μέχρι ὀψέ. [7.83.4] εἶχον δὲ καὶ οὗτοι πονήρως σίτου τε καὶ τῶν ἐπιτηδείων ἀπορίᾳ. ὅμως δὲ τῆς νυκτὸς φυλάξαντες τὸ ἡσυχάζον ἔμελλον πορεύσεσθαι. καὶ ἀναλαμβάνουσί τε τὰ ὅπλα καὶ οἱ Συρακόσιοι αἰσθάνονται καὶ ἐπαιάνισαν. [7.83.5] γνόντες δὲ οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι οὐ λανθάνουσι, κατέθεντο πάλιν πλὴν τριακοσίων μάλιστα ἀνδρῶν· οὗτοι δὲ διὰ τῶν φυλάκων βιασάμενοι ἐχώρουν τῆς νυκτὸς ᾗ ἐδύναντο. |
[7.83.1] Την επομένη οι Συρακούσιοι τον πρόφτασαν και του είπαν ότι ο Δημοσθένης και ο στρατός του είχαν παραδοθεί και τον συμβούλεψαν να κάνει το ίδιο. Ο Νικίας δεν το πίστευε και ζήτησε ανακωχή για να στείλει ιππέα να το διαπιστώσει [7.83.2] και όταν αυτός γύρισε και είπε ότι πραγματικά είχαν παραδοθεί, ο Νικίας έστειλε κήρυκα στον Γύλιππο και στους Συρακουσίους και τους μήνυσε ότι είναι έτοιμος να κάνει συμφωνία από μέρους των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι θα πλήρωναν στους Συρακουσίους όλα τα πολεμικά τους έξοδα, με όρο ν᾽ αφήσουν αυτοί τον στρατό που είχε μαζί του να φύγει. Έως ότου πληρώσουν οι Αθηναίοι θα έδιναν ομήρους έναν για κάθε τάλαντο. [7.83.3] Οι Συρακούσιοι και ο Γύλιππος δεν δέχτηκαν την πρόταση, έκαναν επίθεση εναντίον των Αθηναίων, τους κύκλωσαν και τους έριχναν από παντού έως το βράδυ. [7.83.4] Και αυτοί βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, γιατί δεν είχαν τρόφιμα και ανεφοδιασμό. Περίμεναν να έρθει η ησυχία της νύχτας και επρόκειτο να εξακολουθήσουν την πορεία τους. Πήραν τα όπλα τους, αλλά οι Συρακούσιοι τους ένιωσαν και άρχισαν τον παιάνα. [7.83.5] Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι τους πήραν είδηση και απόθεσαν πάλι τα όπλα, εκτός από τριακόσιους στρατιώτες που άνοιξαν δρόμο με την βία ανάμεσα στους φρουρούς και προχώρησαν όπου μπορούσαν. |