Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (839-882)


ΑΝ. οἴμοι γελῶμαι. τί με, πρὸς [στρ. β]
θεῶν πατρῴων,
840οὐκ οἰχομέναν ὑβρίζεις,
ἀλλ᾽ ἐπίφαντον;
ὦ πόλις, ὦ πόλεως
πολυκτήμονες ἄνδρες·
ἰὼ Διρκαῖαι κρῆ-
845ναι Θήβας τ᾽ εὐαρμάτου ἄλ-
σος, ἔμπας ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι,
οἵα φίλων ἄκλαυτος, οἵοις νόμοις
πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔρ-
χομαι τάφου ποταινίου·
850ἰὼ δύστανος, βροτοῖς
οὔτε ‹νεκρὸς› νεκροῖσιν
μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν.

ΧΟ. προβᾶσ᾽ ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους
ὑψηλὸν ἐς Δίκας βάθρον
855πολὺ προσέπαισας, ὦ τέκνον.
πατρῷον δ᾽ ἐκτίνεις τιν᾽ ἆθλον.

ΑΝ. ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας [ἀντ. β]
ἐμοὶ μερίμνας,―
πατρὸς τριπόλιστον οἶτον
τοῦ τε πρόπαντος
860ἁμετέρου πότμου
κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν.
ἰὼ ματρῷαι λέ-
κτρων ἆται κοιμήματά τ᾽ αὐ-
865τογέννητ᾽ ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου ματρός,
οἵων ἐγώ ποθ᾽ ἁ ταλαίφρων ἔφυν·
πρὸς οὓς ἀραῖος ἄγαμος ἅδ᾽
ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι.
ἰὼ δυσπότμων κασί-
870γνητε γάμων κυρήσας,
θανὼν ἔτ᾽ οὖσαν κατήναρές με.

ΧΟ. σέβειν μὲν εὐσέβειά τις,
κράτος δ᾽, ὅτῳ κράτος μέλει,
παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει,
875σὲ δ᾽ αὐτόγνωτος ὤλεσ᾽ ὀργά.

ΑΝ. ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναι- [ἐπῳδ.]
ος ταλαίφρων ἄγομαι
τὰν ἑτοίμαν ὁδόν.
οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν
880ὄμμα θέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ·
τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον
οὐδεὶς φίλων στενάζει.


ΑΝΤ. Οϊμένα, με γελούνε· για τ᾽ όνομα των θεών,
840γιατί πρι να πεθάνω και βλέπω ακόμα φως
με βρίζεις έτσι; ω πόλη κι αρχοντολόι εσείς
της χώρας, ω της Δίρκης τρεχάμενα νερά,
οϊμένα άλσος της Θήβας της πολυξακουστής,
μα εσάς μαρτύρους παίρνω,
πως άκλαυτη από φίλους, με νόμους ποιούς εγώ
στην πετροστοιβαγμένη πηγαίνω φυλακή
του ανήκουστού μου τάφου·
850και η άμοιρη, οϊμέ,
ούτε στη γης επάνω ούτε κάτω απ᾽ τη γη
συγκάτοικη θενά ᾽μαι
ούτε με πεθαμένους κι ούτε με ζωντανούς.

ΧΟΡ. Μα ως τ᾽ ακρόκορφα του θράσους προχωρώντας
στο ψηλό θρονί της Δίκης
σκόνταψες πολύ
και πλερώνεις κάποιο κρίμα, κόρη, πατρικό.

ΑΝΤ. Μ᾽ άγγιξες την έγνοια την πικρότατή μου,
τον τρισόργωτο καημό μου για τη μοίρα
860του πατέρα μου, και για όλης της γενιάς μας,
των κλεινών Λαβδακιδών, τη μοίρα.
Οϊμένα, ο μητρικός ο ανίερος γάμος,
ω κοιμήματα της άθλιάς μου της μητέρας
με την ίδια της τη γέννα,
το δικό μου τον πατέρα·
ω από ποιούς γονιούς, η μαύρη, πὄχω γεννηθεί
που η καταραμένη τώρα πάω να τους βρω
έτσι ανύπαντρη να κάθουμαι μαζί τους·
870κι εσύ αδερφέ μου, ω γάμο που ᾽λαχες πικρό,
αχ, θανάτωσες και μένα ζωντανή νεκρός.

ΧΟΡ. Καλός κι άγιος είν᾽ αυτός σου ο σεβασμός,
μα τη δύναμη και κείνου που την εξουσία κρατά
ν᾽ αψηφάς δεν είναι τρόπος·
κι έτσι η αυτόγνωμή σου εσένα
σε κατέστρεψε βουλή.

ΑΝΤ. Αθρήνητη, άφιλη, χωρίς
τραγούδια της χαράς μου,
σέρνομαι η άμοιρη σ᾽ αυτόν
τον αναπόφευγο το δρόμο.
Κι αυτό του ήλιου το μάτι το ιερό
880να βλέπω δε μου συχωριέται πια
κι ουδέ κανείς από δικούς
τη μοίρα μου δεν κλαίει, δε στενάζει.


ANT. Οϊμένα, με περιγελούν! Γιατί, στους θεούς σου
840τους πατρικούς, με βρίζεις, πριν ακόμα να χαθώ
και ενώ είμαι μπροστά σου;
ώ πόλη, και σεις άντρες της πολιτείας αυτής που ᾽χετε
τα πολλά χτήματα,
αχ βρυσούλες στη Δίρκη ψηλά και της Θήβας
της καλοαμάξωτης
λόγγε, εσάς τουλάχιστον σας παίρνω μάρτυρες
που άκλαφτη από φίλους, και με τί νόμο
έρχομαι, στο χωματένιο μνήμα
νά ᾽βρω τάφο μου ανέλπιστο·
850αχ! δυστυχισμένη εγώ!
μες στους ανθρώπους να ᾽μαι χωρίς να είμαι.
Ούτε με ζωντανούς να
κατοικώ ούτε και με νεκρούς. . . !

ΧΟΡ. Προβαίνοντας ίσα με την άκρη του θαρρεμού
χτύπησες βαριά στο ψηλό βάθρο της Δίκης· παιδί μου,
εσύ ξεπληρώνεις τώρα και του πατέρα σου τα κατορθώματα.

ANT. Μου θύμισες λύπες και καημούς,
του πατέρα μου τη συφορά την τριθεμέλιωτη,
860όλης μας της γενεάς το ριζικό,
των ξακουσμένων Λαβδακιδών.
Αχ! τί δυστυχία, ο γάμος της μητέρας
(που) μαζί μ᾽ αυτόν που γέννησε (κοιμήθηκε) τον πατέρα μου
η κακορίζικη,
και απ᾽ αυτούς η άμοιρη εγώ γεννήθηκα.
Και τώρα πάω να τους έβρω να κατοικίσομε μαζί,
εγώ η καταραμένη και απάντρευτη.
870Αχ! αδερφέ μου που τέτοιαν πήρες τιμή για την κακή σου τύχη,
και πεθαμένος που ᾽σαι σκότωσες εμένα τη ζωντανή.

ΧΟΡ. Να σέβεται κανείς είναι άγια πράξη,
αλλά τη δύναμη εκεινού που είναι δικιά του
να περιφρονεί,
δεν πάει ποτέ·
εσύ απ᾽ το κεφάλι σου χάνεσαι κι απ᾽ το γινάτι σου.

ANT. Άκλαφτη, άφιλη, άψαλτη
προβαίνω στον στερνό μου δρόμο,
880και δεν μ᾽ αφήνουν να δω πια, η καημένη,
τις λαμπάδες τ᾽ ουρανού το άγιο μάτι,
και για τον δικό μου θάνατο τον αδάκρυτο κανείς απ᾽ τους φίλους,
δεν στενάζει;


ΑΝΤ. Ακόμη εγώ δεν πέθανα
840κι εσύ γελάς μαζί μου;
Πατρίδα, συμπολίτες μου,
κι εσύ, γλυκιά πηγή μου,
κι εσύ, άλσος ολοπράσινο,
εσάς μαρτύρους βάνω
πως τώρα θα πεθάνω
850και δεν με κλαίει κανείς!

ΓΕΡΩΝ
Ψηλά, παιδί μου, θέλησες
η τόλμη σου να φτάσει·
κι απ᾽ την ψηλή γκρεμίστηκες
της Δικιοσύνης βάση·
κληρονομιά στους ώμους σου
εσύ βαριά σηκώνεις·
κι ίσως τώρα πληρώνεις
κρίματα πατρικά.

ΑΝΤ. Αλίμονο! μου θύμισες
τη μοίρα του σπιτιού μου!
860Τα αιμόμιχτα κοιμήματα
του δύστυχου γονιού μου
και της φτωχής μητέρας μου·
870και του αδερφού τον γάμο,
οπού στον Άδη χάμω
με σέρνει τη φτωχιά!

ΕΤΕΡΟΣ ΓΕΡΩΝ
Τον νόμο και να σέβεται
κανείς και να κρατάει·
μα βασιλιάδων θέληση
ποτέ να μην πατάει·
κι η αυτόγνωμή σου διάθεση,
που δεν υποχωρούσε,
τα μάτια σού σφαλούσε
και σ᾽ έφαγεν αυτή!

ΑΝΤ. Ανύπαντρη, άφιλη, άκλαυτη
στον τάφο με τραβούνε.
Τον ήλιο πια τα μάτια μου
880δε θα τον ξαναϊδούνε!
Κι εμέ κανένας φίλος μου
δεν θα μοιρολογήσει·
δάκρυ για με να χύσει
κανείς δεν θα βρεθεί!