Ωχ, αφήστε με, αφήστε με
να ησυχάσω ο βαριόμοιρος·
πού μ᾽ αγγίζεις; μα πού με γυρνάς;
πάω, πάω, με σκότωσες·
κακό πού ειχε ναρκώσει ξυπνάς.
Μ᾽ έπιασε, ω πώπω, ξανάρχεται, νά.
1010Μ᾽ από πού λοιπόν είστε,
ω πιο κακόγνωμοι άνθρωποι εσείς
απ᾽ τους Έλληνες όλους,
που εγώ χανόμουν για σας
να παστρεύω πελάγη και δάση
από κάθε κακό· κι ενώ τώρα
ο ταλαίπωρος τέτοια υποφέρω,
δε θα γυρίσει κανείς καταπάνω μου
ή ένα κοντάρι,
ή να μου βάλει φωτιά να γλιτώνω;
Ω πώπω,
κανείς δε θέλει νά ᾽ρθει
με μια γερή σπαθιά
να μου τινάξει πέρα το κεφάλι
του κατάρατου, οϊμέ, οϊμένα.
ΓΕΡ. Ω εσύ του ήρωα γιε,
ξεπερνά τις δυνάμεις μου εμένα
αυτ᾽ η δουλειά· μόνο βόηθα και συ·
το δικό σου το μάτι
πιο άξιο, παρ᾽ όσο είμ᾽ εγώ,
1020να βρει μια σωτηρία.
ΥΛΛ. Πιάνω κι εγώ· μα να βρω δε μπορώ
ή από μέσα μου ή απέξω
για τους πόνους του αλάφρωση· αυτό
μόνο ο Δίας μπορεί να χαρίζει.
ΗΡΑ. Μα πού εισαι, παιδί μου,
πιάσ᾽ εδώ, πιάσ᾽ εδώ κι ανασήκω με.
Ωχ, ωχ, μαύρη μου μοίρα.
Νά, ξανά πάλι απάνω μου χύνεται, χύνεται
η κακοχόρταγη ανήμερη σκύλα
1030να μ᾽ αποτελειώσει.
Παλλάδα, ω Παλλάδα,
ξανά με ξεσκίζει αυτή πάλι.
Γιε μου, σπλαχνίσου με, εμένα που σ᾽ έσπερνα,
σύρ᾽ το σπαθί σου,
χτύπα εδώ κάτω απ᾽ την κλείδα,
καμιά κατηγόρια δε θα ᾽χεις,
αν απ᾽ τα βάσαν᾽ αυτά με γλιτώσεις
που η άθεη σου η μάνα
μ᾽ έριξε να με τρελάνουν,
και που είθε σε τέτοια, σε τέτοια
να ᾽βλεπα μέσα κι αυτήν,
1040καθώς που με σκότωσε.
Ω του Δία αδερφέ, ω Άδη γλυκέ,
κοίμισε, κοίμισέ με
το βαριόμοιρο,
και με θάνατο γρήγορο
τέλειωνέ με.
|