950ΟΙΔ. Ιοκάστη, αγαπημένη μου γυναίκα,
γιατί μ᾽ έκραξες όξω εδώ απ᾽ το σπίτι;
ΙΟΚ. Άκου το γέρο αυτόν, κι ύστερα κοίτα
του Θεού οι σεβαστοί χρησμοί πώς βγαίνουν.
ΟΙΔ. Αυτός ποιός είναι, και τί νέα μού φέρνει;
ΙΟΚ. Με μήνυμα απ᾽ την Κόρινθο ήρθε, ο Χάρος
τον πατέρα σου Πόλυβο πως πήρε.
ΟΙΔ. Τί, ξένε; Πες το κι ο ίδιος να τ᾽ ακούσω.
ΑΓΓ. Σαν πρέπει ν᾽ αρχινήσω απ᾽ αυτό, μάθε
πως πήρε το στρατί του κάτω κόσμου.
960ΟΙΔ. Πώς; Πήγε από φονιά χέρι, ή απ᾽ αρρώστια;
ΑΓΓ. Γέρικο σώμα άχνα αλαφρή σωριάζει.
ΟΙΔ. Έσβησε ο άμοιρος, φαίνεται, απ᾽ αρρώστια.
ΑΓΓ. Ναι, μα κι απ᾽ τα βαριά τα γερατειά του.
ΟΙΔ. Αχ, γιατί να θωρεί κανείς, γυναίκα,
της Πυθίας το βωμό, ή τα όρνια που κράζουν
ψηλά, αφού αυτά μού λέγαν θα σκοτώσω
τον πατέρα; Στη γη κοιμάται εκείνος
νεκρός, κι εγώ είμαι εδώ, δίχως ν᾽ αγγίξω
σπαθί· μόνο αν μαράθηκε απ᾽ τον πόθο
970να με δει, τότες πέθανε από μένα.
Μα τους γελοίους αυτούς χρησμούς τούς πήρε
στερνά στον Άδη ο Πόλυβος μαζί του.
ΙΟΚ. Δε σ᾽ τα ᾽λεγα όλα αυτά εγώ, καιρό τώρα;
ΟΙΔ. Τα ᾽λεγες, ναι, μα με πλάνευε ο φόβος.
ΙΟΚ. Μη βαραίνεις μ᾽ αυτά πια την καρδιά σου.
ΟΙΔ. Πώς να μην τρέμω της μάνας την κοίτη;
ΙΟΚ. Γιατί ο θνητός να φοβάται, που η τύχη
τον κυβερνά, όχι η μάταιη πρόβλεψή του;
Κάλλιο άσκοπα να ζει, ως μπορεί, καθένας.
980Και συ μην τρέμεις της μάνας τούς γάμους.
Πολλοί με τις μητέρες τους, ως τώρα,
στα όνειρά τους πλαγιάσαν· ξέγνοιαστα όμως
ζει μόνο όποιος αυτά δεν τα λογιάζει.
ΟΙΔ. Καλά θα ήταν τα λόγια σου, αν δε ζούσε
η μάνα μου· τώρα όμως που ζει, πρέπει,
όσο σωστά αν μιλάς, το φόβο να ᾽χω.
ΙΟΚ. Σου ανοιεί τα μάτια ο τάφος του πατέρα.
ΟΙΔ. Τ᾽ ανοιεί, ναι· η ζωντανή όμως με τρομάζει.
ΑΓΓ. Για ποιά γυναίκα, βασιλιά, φοβάσαι;
990ΟΙΔ. Για του Πόλυβου, γέρο, τη Μερόπη.
ΑΓΓ. Και τί για κείνη τόσο σε φοβίζει;
ΟΙΔ. Θεόσταλτος χρησμός φοβερός, ξένε.
ΑΓΓ. Λέγεται, ή δεν μπορεί να τον μάθει άλλος;
ΟΙΔ. Μπορεί. Ο Λοξίας μού είπε άλλοτε πως άντρας
της μάνας μου θα γίνω, και θα χύσω
με τα χέρια μου το αίμα του πατέρα.
Γι᾽ αυτό μακριά απ᾽ την Κόρινθο είχα φύγει·
και σε καλό μού βγήκε· όμως γλυκό είναι
και τα μάτια να βλέπεις των γονιών σου.
|