Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (950-999)


950ΟΙ. ὦ φίλτατον γυναικὸς Ἰοκάστης κάρα,
τί μ᾽ ἐξεπέμψω δεῦρο τῶνδε δωμάτων;
ΙΟ. ἄκουε τἀνδρὸς τοῦδε, καὶ σκόπει κλύων
τὰ σέμν᾽ ἵν᾽ ἥκει τοῦ θεοῦ μαντεύματα.
ΟΙ. οὗτος δὲ τίς ποτ᾽ ἐστὶ καὶ τί μοι λέγει;
955ΙΟ. ἐκ τῆς Κορίνθου, πατέρα τὸν σὸν ἀγγελῶν
ὡς οὐκέτ᾽ ὄντα Πόλυβον, ἀλλ᾽ ὀλωλότα.
ΟΙ. τί φής, ξέν᾽; αὐτός μοι σὺ σημήνας γενοῦ.
ΑΓ. εἰ τοῦτο πρῶτον δεῖ μ᾽ ἀπαγγεῖλαι σαφῶς,
εὖ ἴσθ᾽ ἐκεῖνον θανάσιμον βεβηκότα.
960ΟΙ. πότερα δόλοισιν, ἢ νόσου ξυναλλαγῇ;
ΑΓ. σμικρὰ παλαιὰ σώματ᾽ εὐνάζει ῥοπή.
ΟΙ. νόσοις ὁ τλήμων, ὡς ἔοικεν, ἔφθιτο.
ΑΓ. καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ.
ΟΙ. φεῦ φεῦ, τί δῆτ᾽ ἄν, ὦ γύναι, σκοποῖτό τις
965τὴν Πυθόμαντιν ἑστίαν, ἢ τοὺς ἄνω
κλάζοντας ὄρνεις, ὧν ὑφηγητῶν ἐγὼ
κτενεῖν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν; ὃ δὲ θανὼν
κεύθει κάτω δὴ γῆς· ἐγὼ δ᾽ ὅδ᾽ ἐνθάδε
ἄψαυστος ἔγχους, εἴ τι μὴ τὠμῷ πόθῳ
970κατέφθιθ᾽· οὕτω δ᾽ ἂν θανὼν εἴη ᾽ξ ἐμοῦ.
τὰ δ᾽ οὖν προδόντα συλλαβὼν θεσπίσματα
κεῖται παρ᾽ Ἅιδῃ Πόλυβος ἄξι᾽ οὐδενός.
ΙΟ. οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προύλεγον πάλαι;
ΟΙ. ηὔδας· ἐγὼ δὲ τῷ φόβῳ παρηγόμην.
975ΙΟ. μή νυν ἔτ᾽ αὐτῶν μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς.
ΟΙ. καὶ πῶς τὸ μητρὸς οὐκ ὀκνεῖν λέχος με δεῖ;
ΙΟ. τί δ᾽ ἂν φοβοῖτ᾽ ἄνθρωπος ᾧ τὰ τῆς τύχης
κρατεῖ, πρόνοια δ᾽ ἐστὶν οὐδενὸς σαφής;
εἰκῇ κράτιστον ζῆν, ὅπως δύναιτό τις.
980σὺ δ᾽ ἐς τὰ μητρὸς μὴ φοβοῦ νυμφεύματα·
πολλοὶ γὰρ ἤδη κἀν ὀνείρασιν βροτῶν
μητρὶ ξυνηυνάσθησαν. ἀλλὰ ταῦθ᾽ ὅτῳ
παρ᾽ οὐδέν ἐστι, ῥᾷστα τὸν βίον φέρει.
ΟΙ. καλῶς ἅπαντα ταῦτ᾽ ἂν ἐξείρητό σοι,
985εἰ μὴ ᾽κύρει ζῶσ᾽ ἡ τεκοῦσα· νῦν δ᾽ ἐπεὶ
ζῇ, πᾶσ᾽ ἀνάγκη, κεἰ καλῶς λέγεις, ὀκνεῖν.
ΙΟ. καὶ μὴν μέγας ‹γ᾽› ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι.
ΟΙ. μέγας, ξυνίημ᾽· ἀλλὰ τῆς ζώσης φόβος.
ΑΓ. ποίας δὲ καὶ γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ᾽ ὕπερ;
990ΟΙ. Μερόπης, γεραιέ, Πόλυβος ἧς ᾤκει μέτα.
ΑΓ. τί δ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνης ὑμὶν ἐς φόβον φέρον;
ΟΙ. θεήλατον μάντευμα δεινόν, ὦ ξένε.
ΑΓ. ἦ ῥητόν; ἢ οὐχὶ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι;
ΟΙ. μάλιστά γ᾽· εἶπε γάρ με Λοξίας ποτὲ
995χρῆναι μιγῆναι μητρὶ τἠμαυτοῦ, τό τε
πατρῷον αἷμα χερσὶ ταῖς ἐμαῖς ἑλεῖν.
ὧν οὕνεχ᾽ ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ πάλαι
μακρὰν ἀπῳκεῖτ᾽· εὐτυχῶς μέν, ἀλλ᾽ ὅμως
τὰ τῶν τεκόντων ὄμμαθ᾽ ἥδιστον βλέπειν.


950ΟΙΔ. Ιοκάστη, αγάπη μου, μάτια μου,
γιατί με φώναξες να βγω;
ΙΟΚ. Τί λέει αυτός ο άνθρωπος ν᾽ ακούσεις
και να σκεφτείς κατόπιν
πού καταντούν των θεών οι σεβαστοί χρησμοί.
ΟΙΔ. Ποιός είν᾽ αυτός; Τί νέα φέρνει;
ΙΟΚ. Από την Κόρινθο το μήνυμα μας φέρνει
πως ο πατέρας σου ο Πόλυβος
δεν είναι ζωντανός,
πως χάθηκε.
ΟΙΔ. Τί είπες;
Ξένε.
Θέλω να τ᾽ ακούσω να το λες εσύ.
ΑΓΓ. Αν πρέπει πρώτο να το πω
χωρίς περιστροφές,
μάθε λοιπόν πως πήγε του θανάτου.
960ΟΙΔ. Αρρώστησε βαριά ή τον δολοφόνησαν;
ΑΓΓ. Με το παραμικρό τα γέρικα κορμιά
σωριάζονται στην κλίνη.
ΟΙΔ. Αρρώστησε
κι έσβησε λίγο-λίγο.
ΑΓΓ. Λογάριασε και τα πολλά τα χρόνια
που τον βάραιναν.
ΟΙΔ. Αλίμονο!
Τί να σκεφτεί κανείς;
Τη μαντική εστία της Πυθίας;
Τους οιωνούς, τα όρνεα
που περιίπτανται στους ουρανούς
και κράζουν;
Μας γεμίσαν παραμύθια
πως ήτανε γραφτό
να θανατώσω τον πατέρα μου.
Εκείνος πέθανε και βρήκε τάφο μες στη γη
κι εγώ χωρίς ν᾽ αγγίξω ξίφος
βρίσκομαι εδώ.
Εκτός αν υποθέσουμε
πως λαχταρούσε να με δει
κι από μαράζι πέθανε
με τον καημό μου.
970Έτσι μονάχα μπορεί να τον σκότωσα!
Ο Πόλυβος στον Άδη κείτεται·
μαζί του θάφτηκαν κι οι κούφιες προφητείες.
ΙΟΚ. Δε στα ᾽λεγα, τόσον καιρό;
ΟΙΔ. Ναι, τα ᾽λεγες.
Όμως με τύφλωνε μεγάλος φόβος.
ΙΟΚ. Τώρα θα ξαλαφρώσεις την ψυχή σου.
ΟΙΔ. Δεν πρέπει να φοβάμαι πια
μήπως με τη μητέρα μου σμίξω;
ΙΟΚ. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται.
Η τύχη κυβερνά παντού.
Και ποιός θα ριψοκινδυνεύσει
το μέλλον να προβλέψει με σαφήνεια;
Όποιος μπορεί, διακυβεύει
και τη ζωή του χαίρεται.
980Μην τρέμεις μήπως σμίξεις
με τη μάνα σου.
Πολλά παιδιά στον ύπνο τους
μέσα στ᾽ όνειρο
κοιμήθηκαν τη μάνα τους.
Μα ποιός σκοτίζεται γι᾽ αυτά τα πράγματα,
όταν ανέφελη ζωή περνά;
ΟΙΔ. Με μία όμως προϋπόθεση
πως ζωντανή η μάνα μου δεν θα ᾽ταν.
Μα τώρα ζει
κι όσο κι αν έχεις δίκιο, ανάγκη πάντα να φυλάγομαι.
ΙΟΚ. Ο τάφος του πατέρα σου τεκμήριο δεν είναι;
ΟΙΔ. Μεγάλο· όμως φοβάμαι τη ζωντανή.
ΑΓΓ. Για ποιά γυναίκα τρέμεις τόσο;
990ΟΙΔ. Για τη Μερόπη, γέροντα.
Ο Πόλυβος μαζί της ζούσε.
ΑΓΓ. Αυτή κι ο φόβος σου πώς δένουν;
ΟΙΔ. Με δένει μια δεινή
θεόσταλτη μαντεία, ξένε.
ΑΓΓ. Λέγεται; Ή μήπως είναι απόρρητη;
ΟΙΔ. Λέγεται. Χρησμός του Λοξία
μου μήνυσε κάποτε
πως είναι πεπρωμένο
με τη μητέρα μου να κοιμηθώ
και με τα χέρια μου
το αίμα του πατέρα μου να χύσω.
Γι᾽ αυτό έφυγα από την Κόρινθο.
Ευτύχησα σ᾽ αυτό τον τόπο.
Μα νιώθεις πάντα τρυφερότητα,
όταν τα μάτια των γονιών σου βλέπεις.


950ΟΙΔ. Γυναίκ᾽ αγαπημένη μου, Ιοκάστη,
γιατί έστειλες να με καλέσεις έξω;
ΙΟΚ. Άκουε αυτό τον άνθρωπο και κοίτα
πού οι άγιοι του Θεού χρησμοί τελειώνουν.
ΟΙΔ. Και ποιός δα να ᾽ναι αυτός και τί μας λεέι;
ΙΟΚ. Έρχεται από την Κόρινθο να φέρει
την είδηση, πως δεν υπάρχει πια
ο πατέρας σου ο Πόλυβος, μα πάει.
ΟΙΔ. Τί μας λες, ξένε, πε μου το κι ο ίδιος.
ΑΓΓ. Αφού αυτό πρώτο πρέπει να βεβαιώσω,
ναι, ξέρε το, πως είναι πεθαμένος.
960ΟΙΔ. Και πώς, μ᾽ έγκλημα τάχα ή απ᾽ αρρώστια;
ΑΓΓ. Παλιά κορμιά μικρή σπρωξιά τα γέρνει.
ΟΙΔ. Απ᾽ αρρώστια, όπως φαίνεται, πάει ο δόλιος.
ΑΓΓ. Και σύμμετρα με τα πολλά του χρόνια.
ΟΙΔ. Αχ κι αχ· γιατί λοιπόν κανείς, γυναίκα,
να δίνει προσοχή στη μαντολόγα
Δελφική εστία, ή στις κραξιές των όρνιων
ψηλ᾽ απ᾽ τον ουρανό, που όπως μου εδείχναν,
θα ᾽πρεπε τον πατέρα το δικό μου
να τον σκότωνα εγώ; μα τώρα εκείνος
πεθαμένος κάτω απ᾽ τη γη κοιμάται
κι εγώ ειμ᾽ εδώ, χωρίς σπαθί ν᾽ αγγίξω,
εκτός πια αν τον εμάρανε ο καημός μου
970 κι έτσι να θανατώθηκε από μένα.
ΙΟΚ. Δε σου τα πρόλεγα όλ᾽ αυτά εγώ τότε;
ΟΙΔ. Μου τα ᾽λεγες, μα μέ ειχε πάρει ο φόβος.
ΙΟΚ. Διώξε λοιπόν τώρ᾽ όλ᾽ αυτ᾽ απ᾽ το νου σου.
ΟΙΔ. Και πώς, δεν πρέπει να φοβούμαι ακόμα
το γάμο της μητέρας μου; ΙΟΚ. Μα αξίζει
ο άνθρωπος να φοβάται, αφού τον έχει
κάτω απ᾽ την εξουσία της η Τύχη
και καθαρά τίποτα δεν προβλέπει;
Το πιο καλύτερό ειναι, έτσι όπως λάχει,
να ζει κανείς όσο μπορεί· και συ
980μην τρέμεις της μητέρας σου τους γάμους·
πολλοί με τη μητέρα τους ως τώρα
έχουν πλαγιάσει στ᾽ όνειρό τους· όμως,
όσοι δε δίνουν σημασία στα τέτοια,
περνούνε και πιο εύκολα τη ζωή τους.
ΟΙΔ. Καλά θενά ᾽ταν όλ᾽ αυτά ειπωμένα,
αν αυτή που με γέννησε δε ζούσε·
μα αφού ζει, ανάγκη πάσα, όσο και να ᾽ναι
σωστά όσα λες, να ᾽χω πάντα το φόβο.
ΙΟΚ. Μα οι τάφοι του πατέρα σου, μεγάλο
είναι φως για τα μάτια σου. ΟΙΔ. Μεγάλο,
το νιώθω, μα της ζωντανής ο φόβος—
ΑΓΓ. Μα ποιά ειν᾽ αυτ᾽ η γυναίκα που φοβάστε;
990ΟΙΔ. Είναι η Μερόπη, γέρο, που την είχε
ο Πόλυβος γυναίκα. ΑΓΓ. Και τί να ᾽ναι
που σας κάνει να φοβάστε από κείνη;
ΟΙΔ. Θεόσταλτος χρησμός τρομερός, ξένε.
ΑΓΓ. Και μπορεί να τον πείτε, ή μη δεν κάνει
να τον ακούσει κι άλλος; ΟΙΔ. Πώς δεν κάνει;
Είπε ο Λοξίας κάποτε, πως πρέπει
γυναίκα τη μητέρα μου να κάμω
και το αίμα του πατέρα μου να χύσω
με τα χέρια μου αυτά· κι εγώ για τούτο
ζούσα μακριά απ᾽ την Κόρινθο από χρόνια.
Κι ήταν αλήθεια για καλό μου· μα όμως
και τίποτα τόσο γλυκό δεν είναι
παρά να βλέπεις των γονιών τα μάτια.


950ΟΙΔ. Ιοκάστη, αγαπημένη μου γυναίκα,
γιατί μ᾽ έκραξες όξω εδώ απ᾽ το σπίτι;
ΙΟΚ. Άκου το γέρο αυτόν, κι ύστερα κοίτα
του Θεού οι σεβαστοί χρησμοί πώς βγαίνουν.
ΟΙΔ. Αυτός ποιός είναι, και τί νέα μού φέρνει;
ΙΟΚ. Με μήνυμα απ᾽ την Κόρινθο ήρθε, ο Χάρος
τον πατέρα σου Πόλυβο πως πήρε.
ΟΙΔ. Τί, ξένε; Πες το κι ο ίδιος να τ᾽ ακούσω.
ΑΓΓ. Σαν πρέπει ν᾽ αρχινήσω απ᾽ αυτό, μάθε
πως πήρε το στρατί του κάτω κόσμου.
960ΟΙΔ. Πώς; Πήγε από φονιά χέρι, ή απ᾽ αρρώστια;
ΑΓΓ. Γέρικο σώμα άχνα αλαφρή σωριάζει.
ΟΙΔ. Έσβησε ο άμοιρος, φαίνεται, απ᾽ αρρώστια.
ΑΓΓ. Ναι, μα κι απ᾽ τα βαριά τα γερατειά του.
ΟΙΔ. Αχ, γιατί να θωρεί κανείς, γυναίκα,
της Πυθίας το βωμό, ή τα όρνια που κράζουν
ψηλά, αφού αυτά μού λέγαν θα σκοτώσω
τον πατέρα; Στη γη κοιμάται εκείνος
νεκρός, κι εγώ είμαι εδώ, δίχως ν᾽ αγγίξω
σπαθί· μόνο αν μαράθηκε απ᾽ τον πόθο
970να με δει, τότες πέθανε από μένα.
Μα τους γελοίους αυτούς χρησμούς τούς πήρε
στερνά στον Άδη ο Πόλυβος μαζί του.
ΙΟΚ. Δε σ᾽ τα ᾽λεγα όλα αυτά εγώ, καιρό τώρα;
ΟΙΔ. Τα ᾽λεγες, ναι, μα με πλάνευε ο φόβος.
ΙΟΚ. Μη βαραίνεις μ᾽ αυτά πια την καρδιά σου.
ΟΙΔ. Πώς να μην τρέμω της μάνας την κοίτη;
ΙΟΚ. Γιατί ο θνητός να φοβάται, που η τύχη
τον κυβερνά, όχι η μάταιη πρόβλεψή του;
Κάλλιο άσκοπα να ζει, ως μπορεί, καθένας.
980Και συ μην τρέμεις της μάνας τούς γάμους.
Πολλοί με τις μητέρες τους, ως τώρα,
στα όνειρά τους πλαγιάσαν· ξέγνοιαστα όμως
ζει μόνο όποιος αυτά δεν τα λογιάζει.
ΟΙΔ. Καλά θα ήταν τα λόγια σου, αν δε ζούσε
η μάνα μου· τώρα όμως που ζει, πρέπει,
όσο σωστά αν μιλάς, το φόβο να ᾽χω.
ΙΟΚ. Σου ανοιεί τα μάτια ο τάφος του πατέρα.
ΟΙΔ. Τ᾽ ανοιεί, ναι· η ζωντανή όμως με τρομάζει.
ΑΓΓ. Για ποιά γυναίκα, βασιλιά, φοβάσαι;
990ΟΙΔ. Για του Πόλυβου, γέρο, τη Μερόπη.
ΑΓΓ. Και τί για κείνη τόσο σε φοβίζει;
ΟΙΔ. Θεόσταλτος χρησμός φοβερός, ξένε.
ΑΓΓ. Λέγεται, ή δεν μπορεί να τον μάθει άλλος;
ΟΙΔ. Μπορεί. Ο Λοξίας μού είπε άλλοτε πως άντρας
της μάνας μου θα γίνω, και θα χύσω
με τα χέρια μου το αίμα του πατέρα.
Γι᾽ αυτό μακριά απ᾽ την Κόρινθο είχα φύγει·
και σε καλό μού βγήκε· όμως γλυκό είναι
και τα μάτια να βλέπεις των γονιών σου.