ΧΡΥ. Αλλά και πριν ανοίξει στόμα, ω φίλες,
αν είχε φρένες όχι χαλασμένες,
θα ᾽σωζε κάποια φρόνηση, που τώρα
καθόλου δεν κρατεί· γιατί, πού τάχα
ν᾽ απόβλεψες, για να οπλιστείς με τέτοιο
θράσος, και να με προκαλείς και μένα
να σε βοηθήσω; Μα δεν έχεις μάτια
να δεις; γυναίκα είσαι, δεν είσαι άντρας,
το χέρι σου πιο λίγη δύναμη έχει
απ᾽ τους εχθρούς σου, που ενώ αυτών η Τύχη
τους τα φέρνει δεξιά μέρα με μέρα,
1000ρεύει για μας και πάει έτσι του ανέμου.
Λοιπόν, ποιός τέτοιον άντρα να ξεκάμει
αν το ᾽βαζε στο νου του, θα γλιτώσει
χωρίς να ᾽χει να κλαίει την κεφαλή του;
Πρόσεχε μη στις συφορές μας κι άλλες
πιο μεγάλες προστέσομε, αν τα λόγια
κανείς σού ακούσει αυτά· γιατί καθόλου
δεν ωφελεί κι ούτε μας χρησιμεύει
ν᾽ αποκτήσομε δόξα, όταν θα βρούμε
άδοξο θάνατο· γιατί δεν είναι
να πεθάνει κανείς το πιο μεγάλο
κακό, μα το να θέλει να πεθάνει
κι όμως να μη μπορεί ούτ᾽ αυτό να τό βρει.
Μα σου προσπέφτω, πριν κι εμείς χαθούμε
1010κατά κράτος κι έτσι όλη πάει η γενιά μας,
συγκράτησε την τρέλα σου, κι εγώ όλα
πὄχεις ειπεί μέσα μου θα φυλάξω
ανείπωτα και χωρίς να ᾽χουν τέλος.
Και συ, καν τώρα, βάλε νου επιτέλους,
κι αφού δεν έχεις δύναμη, να κλίνεις
σ᾽ αυτούς, που εξουσιάζουν, τον αυχένα.
ΧΟΡ. Κάνε καθώς σου λέει· για τους ανθρώπους
κανέν᾽ απ᾽ την περίσκεψη δεν είναι
κι απ᾽ το φρόνιμο νου πιο καλό κέρδος.
|