ΤΕΥ. Ω θέαμα πιο θλιβερό από όσα ως τώρα αντίκρισαν
τα μάτια μου· δρόμος που πήρα για να φτάσω εδώ,
απ᾽ όλους όσους βάδισα πιο βασανιστικός, όταν,
Αίαντα ακριβέ μου, μαθαίνοντας τον θάνατό σου,
έτρεξα αμέσως, ψάχνοντας τα ίχνη σου να βρω. Γιατί
μια φήμη γρήγορη, σάμπως φωνή θεού, πέρασε
πάραυτα σ᾽ όλους τους Αχαιούς, αγγέλλοντας
πως πέθανες, πως τέλειωσες και πάει.
1000Κι εγώ σ᾽ απόσταση ο δύστυχος ακούγοντας βογκούσα,
μα τώρα που σε βλέπω, χάνομαι.
Οά, Οά.
Έλα, ξεσκέπασέ τον, να δω ολόκληρη τη συμφορά.
Ω θέα αθέατη τόλμης παράτολμης, τί πόνο αβάστακτο
πεθαίνοντας μέσα μου σπέρνεις.
Πού τώρα να στραφώ, σε ποιούς ανθρώπους,
που δεν σου παραστάθηκα ούτε στιγμή στον πόνο σου;
Υπάρχει αλήθεια ελπίδα, ο Τελαμών, πατέρας δικός σου
και δικός μου, να μου φερθεί καλόκαρδα, να δείξει
κατανόηση, όταν βρεθώ μπροστά του,
1010χωρίς εσένα; όχι;
Αφού αυτός, ακόμη κι ευτυχώντας, ποτέ δεν έσκασε
στα χείλη του γλυκό χαμόγελο.
Σαν τί άλλο να κρύψει; Λόγος κακός κανένας δεν θα λείψει
για μένα, νόθο σπόρο σκλάβας στη μάχη κερδισμένης.
Για μένα που σε πρόδωσα, άναντρος και δειλός,
Αίαντα ακριβέ μου,
μπορεί ακόμη κι από δόλο· πεθαίνοντας εσύ, να καρπωθώ
εγώ ό,τι σου ανήκει μέσα στο παλάτι.
Τέτοια τα λόγια που θα πει, στρυφνός ο γέρος
και βαρύθυμος, που με το τίποτα ανάβει και κορώνει.
Στο τέλος, σαν σκουπίδι απορριγμένος, έξω απ᾽ τη χώρα,
δούλος στα λόγια του θα λογαριάζομαι,
1020όχι άνθρωπος ελεύθερος.
Αυτά εκεί, στον γυρισμό. Κι όσο είμαι εδώ, στην Τροία,
θα περισσεύουν οι εχθροί, οι ωφέλιμοι θα λιγοστεύουν.
Όλα με τον δικό σου θάνατο με βρήκαν.
Και τώρα τί να κάνω; πώς ν᾽ αποσπάσω το κορμί σου
απ᾽ το πικρό γυαλιστερό αυτό λεπίδι που έγινε
ο φονιάς σου, κόβοντας την πνοή σου;
Είδες πώς έμελλε, με τον καιρό, νεκρός ο Έκτορας
κι εσένα να νεκρώσει; Για τον θεό, συλλογιστείτε
αυτή την τύχη δυο θνητών: ο Έκτωρ πρώτος,
δεμένος στον ζωστήρα, δώρο και χάρισμα του Αίαντα,
1030απ᾽ το στεφάνι του άρματος εξαρτημένος, σύρθηκε
καταγής ώρες ατέλειωτες αιμόφυρτος, ώσπου
η πνοή του να παγώσει.
Κι εδώ ο Αίας, το αντίδωρο του Έκτορα στα χέρια του
κρατώντας, μ᾽ αυτό αφανίστηκε, πέφτοντας
πάνω του νεκρός.
Πείτε, λοιπόν, η Ερινύα δεν ήταν αυτή που σφυρηλάτησε
το ξίφος, κι εκείνον τον ζωστήρα ο Άδης,
τεχνουργός αμείλικτος;
Εγώ από μέρους μου, παντού και πάντα, αυτά
θα λέω πως οι θεοί τα μηχανεύονται στον άνθρωπο.
Αν κάποιος πάλι δεν ασπάζεται τη γνώμη μου,
ας μείνει αυτός με την ιδέα του κι εγώ με τη δική μου.
1040ΧΟ. Μην το παρατραβάς, σκέψου καλύτερα το πώς
το σώμα του θα θάψεις, και τί θα πεις σε λίγο.
Γιατί μπροστά μου βλέπω τον εχθρό· έτσι κακόψυχος
που είναι, ίσως να φτάνει εδώ
για να περιγελάσει τα δεινά μας.
ΤΕΥ. Ποιόν απ᾽ τα μέλη του στρατού πήρε το μάτι σου;
ΧΟ. Είναι ο Μενέλαος, που για δική του χάρη μπήκαμε
στα πλοία, αναλαμβάνοντας αυτήν την εκστρατεία.
ΤΕΥ. Τον βλέπω τώρα, είναι κοντά, αναγνωρίζεται εύκολα.
|