Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (992-1046)


ΤΕΥ. ὦ τῶν ἁπάντων δὴ θεαμάτων ἐμοὶ
ἄλγιστον ὧν προσεῖδον ὀφθαλμοῖς ἐγώ,
ὁδός θ᾽ ὁδῶν πασῶν ἀνιάσασα δὴ
995μάλιστα τοὐμὸν σπλάγχνον, ἣν δὴ νῦν ἔβην,;
ὦ φίλτατ᾽ Αἴας, τὸν σὸν ὡς ἐπῃσθόμην
μόρον διώκων κἀξιχνοσκοπούμενος.
ὀξεῖα γάρ σου βάξις ὡς θεοῦ τινος
διῆλθ᾽ Ἀχαιοὺς πάντας ὡς οἴχῃ θανών.
1000ἁγὼ κλύων δύστηνος ἐκποδὼν μὲν ὢν
ὑπεστέναζον, νῦν δ᾽ ὁρῶν ἀπόλλυμαι.
οἴμοι.
ἴθ᾽, ἐκκάλυψον, ὡς ἴδω τὸ πᾶν κακόν.
ὦ δυσθέατον ὄμμα καὶ τόλμης πικρᾶς,
1005ὅσας ἀνίας μοι κατασπείρας φθίνεις.
ποῖ γὰρ μολεῖν μοι δυνατόν, ἐς ποίους βροτούς,
τοῖς σοῖς ἀρήξαντ᾽ ἐν πόνοισι μηδαμοῦ;
ἦ πού ‹με› Τελαμών, σὸς πατὴρ ἐμός θ᾽ ἅμα,
δέξαιτ᾽ ἂν εὐπρόσωπος ἵλεώς τ᾽ ἴσως
1010χωροῦντ᾽ ἄνευ σοῦ. πῶς γὰρ οὔχ; ὅτῳ πάρα
μηδ᾽ εὐτυχοῦντι μηδὲν ἥδιον γελᾶν.
οὗτος τί κρύψει; ποῖον οὐκ ἐρεῖ κακόν,
τὸν ἐκ δορὸς γεγῶτα πολεμίου νόθον,
τὸν δειλίᾳ προδόντα καὶ κακανδρίᾳ
1015σέ, φίλτατ᾽ Αἴας, ἢ δόλοισιν, ὡς τὰ σὰ
κράτη θανόντος καὶ δόμους νέμοιμι σούς.
τοιαῦτ᾽ ἀνὴρ δύσοργος, ἐν γήρᾳ βαρὺς
ἐρεῖ, πρὸς οὐδὲν εἰς ἔριν θυμούμενος.
τέλος δ᾽ ἀπωστὸς γῆς ἀπορριφθήσομαι,
1020δοῦλος λόγοισιν ἀντ᾽ ἐλευθέρου φανείς.
τοιαῦτα μὲν κατ᾽ οἶκον· ἐν Τροίᾳ δέ μοι
πολλοὶ μὲν ἐχθροί, παῦρα δ᾽ ὠφελήσιμα.
καὶ ταῦτα πάντα σοῦ θανόντος ηὑρόμην.
οἴμοι, τί δράσω; πῶς σ᾽ ἀποσπάσω πικροῦ
1025τοῦδ᾽ αἰόλου κνώδοντος, ὦ τάλας, ὑφ᾽ οὗ
φονέως ἄρ᾽ ἐξέπνευσας; εἶδες ὡς χρόνῳ
ἔμελλέ σ᾽ Ἕκτωρ καὶ θανὼν ἀποφθίσαι;
σκέψασθε, πρὸς θεῶν, τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν.
Ἕκτωρ μέν, ᾧ δὴ τοῦδ᾽ ἐδωρήθη πάρα
1030ζωστῆρι πρισθεὶς ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων
ἐκνάπτετ᾽ αἰέν, ἔστ᾽ ἀπέψυξεν βίον·
οὗτος δ᾽ ἐκείνου τήνδε δωρειὰν ἔχων
πρὸς τοῦδ᾽ ὄλωλε θανασίμῳ πεσήματι.
ἆρ᾽ οὐκ Ἐρινὺς τοῦτ᾽ ἐχάλκευσε ξίφος
1035κἀκεῖνον Ἅιδης, δημιουργὸς ἄγριος;
ἐγὼ μὲν οὖν καὶ ταῦτα καὶ τὰ πάντ᾽ ἀεὶ
φάσκοιμ᾽ ἂν ἀνθρώποισι μηχανᾶν θεούς·
ὅτῳ δὲ μὴ τάδ᾽ ἐστὶν ἐν γνώμῃ φίλα,
κεῖνός τ᾽ ἐκεῖνα στεργέτω κἀγὼ τάδε.
1040ΧΟ. μὴ τεῖνε μακράν, ἀλλ᾽ ὅπως κρύψεις τάφῳ
φράζου τὸν ἄνδρα, χὥ τι μυθήσῃ τάχα.
βλέπω γὰρ ἐχθρὸν φῶτα, καὶ τάχ᾽ ἂν κακοῖς
γελῶν ἃ δὴ κακοῦργος ἐξίκοιτ᾽ ἀνήρ.
ΤΕΥ. τίς δ᾽ ἐστὶν ὅντιν᾽ ἄνδρα προσλεύσσεις στρατοῦ;
1045ΧΟ. Μενέλαος, ᾧ δὴ τόνδε πλοῦν ἐστείλαμεν.
ΤΕΥ. ὁρῶ· μαθεῖν γὰρ ἐγγὺς ὢν οὐ δυσπετής.


ΤΕΥ. Ω θέαμα πιο θλιβερό από όσα ως τώρα αντίκρισαν
τα μάτια μου· δρόμος που πήρα για να φτάσω εδώ,
απ᾽ όλους όσους βάδισα πιο βασανιστικός, όταν,
Αίαντα ακριβέ μου, μαθαίνοντας τον θάνατό σου,
έτρεξα αμέσως, ψάχνοντας τα ίχνη σου να βρω. Γιατί
μια φήμη γρήγορη, σάμπως φωνή θεού, πέρασε
πάραυτα σ᾽ όλους τους Αχαιούς, αγγέλλοντας
πως πέθανες, πως τέλειωσες και πάει.
1000Κι εγώ σ᾽ απόσταση ο δύστυχος ακούγοντας βογκούσα,
μα τώρα που σε βλέπω, χάνομαι.
Οά, Οά.
Έλα, ξεσκέπασέ τον, να δω ολόκληρη τη συμφορά.
Ω θέα αθέατη τόλμης παράτολμης, τί πόνο αβάστακτο
πεθαίνοντας μέσα μου σπέρνεις.
Πού τώρα να στραφώ, σε ποιούς ανθρώπους,
που δεν σου παραστάθηκα ούτε στιγμή στον πόνο σου;
Υπάρχει αλήθεια ελπίδα, ο Τελαμών, πατέρας δικός σου
και δικός μου, να μου φερθεί καλόκαρδα, να δείξει
κατανόηση, όταν βρεθώ μπροστά του,
1010χωρίς εσένα; όχι;
Αφού αυτός, ακόμη κι ευτυχώντας, ποτέ δεν έσκασε
στα χείλη του γλυκό χαμόγελο.
Σαν τί άλλο να κρύψει; Λόγος κακός κανένας δεν θα λείψει
για μένα, νόθο σπόρο σκλάβας στη μάχη κερδισμένης.
Για μένα που σε πρόδωσα, άναντρος και δειλός,
Αίαντα ακριβέ μου,
μπορεί ακόμη κι από δόλο· πεθαίνοντας εσύ, να καρπωθώ
εγώ ό,τι σου ανήκει μέσα στο παλάτι.
Τέτοια τα λόγια που θα πει, στρυφνός ο γέρος
και βαρύθυμος, που με το τίποτα ανάβει και κορώνει.
Στο τέλος, σαν σκουπίδι απορριγμένος, έξω απ᾽ τη χώρα,
δούλος στα λόγια του θα λογαριάζομαι,
1020όχι άνθρωπος ελεύθερος.
Αυτά εκεί, στον γυρισμό. Κι όσο είμαι εδώ, στην Τροία,
θα περισσεύουν οι εχθροί, οι ωφέλιμοι θα λιγοστεύουν.
Όλα με τον δικό σου θάνατο με βρήκαν.
Και τώρα τί να κάνω; πώς ν᾽ αποσπάσω το κορμί σου
απ᾽ το πικρό γυαλιστερό αυτό λεπίδι που έγινε
ο φονιάς σου, κόβοντας την πνοή σου;
Είδες πώς έμελλε, με τον καιρό, νεκρός ο Έκτορας
κι εσένα να νεκρώσει; Για τον θεό, συλλογιστείτε
αυτή την τύχη δυο θνητών: ο Έκτωρ πρώτος,
δεμένος στον ζωστήρα, δώρο και χάρισμα του Αίαντα,
1030απ᾽ το στεφάνι του άρματος εξαρτημένος, σύρθηκε
καταγής ώρες ατέλειωτες αιμόφυρτος, ώσπου
η πνοή του να παγώσει.
Κι εδώ ο Αίας, το αντίδωρο του Έκτορα στα χέρια του
κρατώντας, μ᾽ αυτό αφανίστηκε, πέφτοντας
πάνω του νεκρός.
Πείτε, λοιπόν, η Ερινύα δεν ήταν αυτή που σφυρηλάτησε
το ξίφος, κι εκείνον τον ζωστήρα ο Άδης,
τεχνουργός αμείλικτος;
Εγώ από μέρους μου, παντού και πάντα, αυτά
θα λέω πως οι θεοί τα μηχανεύονται στον άνθρωπο.
Αν κάποιος πάλι δεν ασπάζεται τη γνώμη μου,
ας μείνει αυτός με την ιδέα του κι εγώ με τη δική μου.
1040ΧΟ. Μην το παρατραβάς, σκέψου καλύτερα το πώς
το σώμα του θα θάψεις, και τί θα πεις σε λίγο.
Γιατί μπροστά μου βλέπω τον εχθρό· έτσι κακόψυχος
που είναι, ίσως να φτάνει εδώ
για να περιγελάσει τα δεινά μας.
ΤΕΥ. Ποιόν απ᾽ τα μέλη του στρατού πήρε το μάτι σου;
ΧΟ. Είναι ο Μενέλαος, που για δική του χάρη μπήκαμε
στα πλοία, αναλαμβάνοντας αυτήν την εκστρατεία.
ΤΕΥ. Τον βλέπω τώρα, είναι κοντά, αναγνωρίζεται εύκολα.


ΤΕΥ. Ω! θέαμα που τον πιο μεγάλο πόνο
απ᾽ όλα όσα τα μάτια μου αντικρίσαν
μου δίνεις, κι εσύ δρόμε που σε πήρα
για να ᾽ρθω τώρα, πιότερο απ᾽ τους άλλους
δρόμους έχεις σπαράξει την καρδιά μου,
όταν, αγαπημένε μου Αίαντα, βγήκα
ψάχνοντας να σε βρω, μόλις τη μαύρη
τη μοίρα σου έμαθα. Γιατί μια φήμη
γρήγορη σα φωνή θεού αναμέσο
στους Αχαιούς επέρασε πως πάει,
πέθανες πια. Κι εγώ ο δυστυχισμένος
1000σαν τ᾽ άκουσα, όσο βρίσκομουν μακριά σου,
βογκούσα στα κρυφά, μα τώρα μπρος μου
καθώς σε βλέπω, χάνομαι απ᾽ τη θλίψη.
Αλίμονο.
Έλα, ξεσκέπασέ τον ν᾽ αντικρίσω
όλη τη συμφορά. Ω! αβάσταχτη όψη
που τόλμη φοβερή μού δείχνεις, πόσες
με το χαμό σου πίκρες μου ᾽χεις σπείρει!
Αχ! πού να πάω, σε ποιούς ανθρώπους,
που μες στις δυστυχίες σου καθόλου
δε σ᾽ έχω βοηθήσει; Ο Τελαμώνας,
ο γονιός ο δικός σου και δικός μου,
με πρόσωπο γελούμενο στ᾽ αλήθεια
θα με δεχτεί ανοιχτόκαρδα, όταν πίσω
1010δίχως εσέ γυρίσω; Και βέβαια όχι.
Αυτός που κι όταν είναι ευτυχισμένος,
δεν ξέρει μήτε να γελάσει. Τί θα κρύψει;
Ποιό δε θα πει κακό για με το νόθο,
το γιο μιας σκλάβας του πολέμου, που έτσι
από αναντρία σε πρόδωσα και φόβο
ή κι από δόλο, Αίαντα ακριβέ μου,
για να κερδίσω τους δικούς σου θρόνους
και το παλάτι άμα εσύ πεθάνεις.
Τέτοια θα λέει για μένα καθώς είναι
γέρος βαρύς κι αψίκορος, που αμέσως
θυμώνει με το τίποτα κι ανάβει.
Στο τέλος απ᾽ τη γη μου αποδιωγμένο
θα με πετάξουν και μ᾽ αυτά τα λόγια
1020δούλος αντί για λεύτερος θα δείξω.
Αυτά με περιμένουν στην πατρίδα·
κι εδώ στην Τροία πλήθος οι εχθροί μου
και λιγοστοί θα με συντρέξουν. Όλα
τούτα με το χαμό σου θα με βρούνε.
Αχ! τί να κάνω; Πώς, αλήθεια, ο έρμος
απ᾽ το πικρό κι αστραφτερό ξιφάρι
να σε ξεσύρω που έγινε για σένα
τέτοιος σφαγέας; Το ᾽νιωσες πως θα ᾽ταν
γραφτό να σ᾽ αφανίσει κάποια μέρα
και πεθαμένος ο Έκτορας; Κοιτάχτε,
για τους θεούς, την τύχη δύο ανθρώπων.
Με τη ζώνη που ο Έκτορας επήρε
1030από τον Αίαντα, δεμένος στο άρμα
στη γη χτυπιόταν ως να ξεψυχήσει.
Κι ο Αίαντας που ᾽χε λάβει χάρισμά του
το σπαθί τούτο, απάνω του πηδώντας
με πέσιμο θανάσιμο, εσκοτώθη.
Τάχα δε σφυρηλάτησ᾽ η Ερινύα
αυτό το ξίφος και τη ζώνη ο Άδης
ο τρομερός δεν έπλεξε τεχνίτης;
Λοιπόν το λέω πως τα δίνουν όλα τούτα
στους θνητούς πάντοτε οι θεοί· κι αν κάποιος
δε συμφωνεί μ᾽ αυτό, τότες ας έχει
τη γνώμη του κι εγώ τη δική μου.
1040ΧΟΡ. Περσότερα μη λες, μονάχα σκέψου
πώς θα τον θάψεις κι ύστερα τί θα ᾽χεις
να πεις. Γιατί θωρώ κάποιον εχθρό μας
να ᾽ρχεται κατά δω γελώντας, ίσως
με τα δεινά μας, άθλιος καθώς είναι.
ΤΕΥ. Ποιόν τάχα απ᾽ το στρατό μας βλέπεις;
ΧΟΡ. Το Μενέλαο που γι᾽ αυτόν εδώ έχουμε έρθει.
ΤΕΥ. Τον είδα, έχει ζυγώσει, τον γνωρίζω.


ΤΕΥ. Ω συ, το πιο πικρότερο απ᾽ όλα όσα κι αν είδα
θέαμα με τα μάτια μου κι απ᾽ όσους δρόμους πήρα,
αυτός μού τηνε πίκρανε πλιότερο την καρδιά μου,
Αία αγαπημένε μου, που όταν τον θάνατό σου
τον έμαθα κι έτρεχα εδώ ευτύς γυρεύοντάς σε.
Γιατί τρανή βγήκε φωνή για σένα στους Αργίτες
σα να ᾽ταν από κάποιον θεό, πως πας για να πεθάνεις.
1000Κι ο δύστυχος σαν τ᾽ άκουσα στέναξα μακριά σου,
μα τώρα εδώ που σε θωρώ, οϊμέ, σαλεύει ο νους μου.
Ελάτε, ξεσκεπάστε τον να ιδώ το σκέλεθρό του.
Δυσκολοθώρητο κορμί, καρδιά του πώς βαστούσες
φαρμάκια που με πότισες και πας στον Άδη τώρα.
Και πού να πάω δύνομαι, σε ποιούς θνητούς ανθρώπους,
που διόλου δεν εβόηθησαν τους πόνους τους δικούς σου;
Αλήθεια, ο πατέρας μας, ο γέρο-Τελαμώνας,
θα με δεχτεί χαρούμενος και γελαστός εμένα,
1010όντας με ιδεί χωρίς εσέ να πάω. Γιατί όχι;
που, κι αν ακόμα χαίρεται, τ᾽ αχείλι του δεν σκάζει.
Τί δεν θα πει σ᾽ εμένανε; πως δεν θα με στολίσει,
που απ᾽ οχτρό αιχμάλωτο βαστάω νοθοπαίδι
και που σε πρόδωσα δειλά, Αία καλέ, από φόβο
ή και με δόλο, σαν χαθείς τον θρόνο σου να πάρω
και να ᾽μαι μες στα σπίτια σου μονάχος νοικοκύρης.
Τέτοια σ᾽ εμένανε θα πει ο γέρος ο θυμώτης
οπού και δίχως αφορμή πάντα θυμώνει εκείνος.
Κι ύστερα εξόριστο απ᾽ τη γης εμένα θα με διώξουν,
1020και με βρισιά από ελεύτερος θα βγω πως είμαι δούλος.
Μες στην πατρίδα θα γενούν αυτά· μα εδώ στην Τροία
πλήθιους θενά ᾽χω τους οχτρούς και φίλο μου κανένα.
Και όλα αυτά για σένανε, που χάθηκες, θα πάθω.
Ωχ! τί να κάμω; απ᾽ το πικρό τ᾽ αστραφτερό σπαθί σου
πώς να σου βγάλω το κορμί, που σ᾽ έφαε, καημένε;
Το ᾽νιωσες πως με τον καιρό ο Έχτορας εσένα,
ακόμα κι αν απόθανε, μια μέρα θα χαλούσε;
Ελάτε, λογαριάστε την αυτών των δυο τη μοίρα.
Με το ζουνάρι ο Έχτορας που είχε από δαύτον δώρο
1030από ᾽να αμάξι δέθηκε και τονε σέρναν χάμου
ωσότου που ξεψύχησε. Κι αυτός πάλι από κείνον
που πήρε δώρο το σπαθί, νά! τη ζωή του χάνει.
Και το σπαθί δεν το ᾽φκιασε καμιά απ᾽ τις Καταδιώχτρες,
και το ζουνάρι ο άγριος δεν το είχε κάμει Άδης.
Εγώ θενά ᾽λεγα κι αυτά, καθώς κι όλα τα πάντα,
πως οι θεοί τα βρίσκουνε για τους ανθρώπους όλους.
Κι αλλιώς πως είναι, αν το θαρρεί κανένας, ας το κρίνει
καθώς εκείνος το ποθεί κι εγώ καθώς το θέλω.
1040ΧΟΡ. Φτάνει σου πλια τα κλάματα, και κοίταξε να θάψεις
τον αδερφό σου, κοίταξε και τί θα πεις σε λίγο.
Γιατί θωρώ έναν οχτρό να ᾽ρχεται εδώ και θα ᾽ναι
χαρούμενος στις συφορές, γιατί κακούργος είναι.
ΤΕΥ. Και ποιόνε βλέπεις άνθρωπο απ᾽ τον στρατό να φτάνει;
ΧΟΡ. Νά, τον Μενέλα, που γι᾽ αυτόν ήρθαμε εδώ στην Τροία.
ΤΕΥ. Βλέπω· δεν είναι μακριά, που να μη τον γνωρίζω.