Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (10.24-10.58)


Μο ΒΟ.
25 παῖδ᾽· ὧν γάρ χ᾽ ἅψησθε, θεαί, καλὰ πάντα ποεῖτε.
Βομβύκα χαρίεσσα, Σύραν καλέοντί τυ πάντες,
ἰσχνάν, ἁλιόκαυστον, ἐγὼ δὲ μόνος μελίχλωρον.
καὶ τὸ ἴον μέλαν ἐστί, καὶ ἁ γραπτὰ ὑάκινθος·
ἀλλ᾽ ἔμπας ἐν τοῖς στεφάνοις τὰ πρᾶτα λέγονται.
30ἁ αἲξ τὰν κύτισον, ὁ λύκος τὰν αἶγα διώκει,
ἁ γέρανος τὤροτρον· ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ τὶν μεμάνημαι.
αἴθε μοι ἦς ὅσσα Κροῖσόν ποκα φαντὶ πεπᾶσθαι·
χρύσεοι ἀμφότεροί κ᾽ ἀνεκείμεθα τᾷ Ἀφροδίτᾳ,
τὼς αὐλὼς μὲν ἔχοισα καὶ ἢ ῥόδον ἢ τύγε μᾶλον,
35 σχῆμα δ᾽ ἐγὼ καὶ καινὰς ἐπ᾽ ἀμφοτέροισιν ἀμύκλας.
Βομβύκα χαρίεσσ᾽, οἱ μὲν πόδες ἀστράγαλοί τευς,
ἁ φωνὰ δὲ τρύχνος· τὸν μὰν τρόπον οὐκ ἔχω εἰπεῖν.

ΜΙ. ἦ καλὰς ἄμμε ποῶν ἐλελάθει Βοῦκος ἀοιδάς·
ὡς εὖ τὰν ἰδέαν τᾶς ἁρμονίας ἐμέτρησεν.
40 ὤμοι τῶ πώγωνος, ὃν ἀλιθίως ἀνέφυσα.
θᾶσαι δὴ καὶ ταῦτα τὰ τῶ θείω Λιτυέρσα.

Δάματερ πολύκαρπε, πολύσταχυ, τοῦτο τὸ λᾷον
εὔεργόν τ᾽ εἴη καὶ κάρπιμον ὅττι μάλιστα.
σφίγγετ᾽, ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα, μὴ παριών τις
45 εἴπῃ «σύκινοι ἄνδρες· ἀπώλετο χοὖτος ὁ μισθός.»
ἐς βορέαν ἄνεμον τᾶς κόρθυος ἁ τομὰ ὔμμιν
ἢ ζέφυρον βλεπέτω· πιαίνεται ὁ στάχυς οὕτως.
σῖτον ἀλοιῶντας φεύγειν τὸ μεσαμβρινὸν ὕπνον·
ἐκ καλάμας ἄχυρον τελέθει τημόσδε μάλιστα·
50ἄρχεσθαι δ᾽ ἀμῶντας ἐγειρομένω κορυδαλλῶ
καὶ λήγειν εὕδοντος, ἐλινῦσαι δὲ τὸ καῦμα.
εὐκτὸς ὁ τῶ βατράχω, παῖδες, βίος· οὐ μελεδαίνει
τὸν τὸ πιεῖν ἐγχεῦντα· πάρεστι γὰρ ἄφθονον αὐτῷ.
κάλλιον, ὦ ᾽πιμελητὰ φιλάργυρε, τὸν φακὸν ἕψειν,
55μὴ ᾽πιτάμῃς τὰν χεῖρα καταπρίων τὸ κύμινον.

ταῦτα χρὴ μοχθεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀείδειν,
τὸν δὲ τεόν, Βουκαῖε, πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα
μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ᾽ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾳ.


ΒΑΤ. (ΩΔΗ)
Μαζί μου τραγουδήσετε, Μούσες, την κορασιά μου,
25γιατί ό,τι σεις εγγίξετε, όμορφα γίνοντ᾽ όλα.

Βομβύκα αγαπημένη μου, Συριάνα όλοι σε λένε,
ηλιοκαμένη, αδύνατη, μα εγώ σε λέω σταράτη.

Τα γιούλια είναι μαυριδερά, μαυριδεροί οι λαλέδες,
μα στα στεφάνια πάντοτε την πρώτη θέση παίρνουν.

30Η γίδα γι᾽ άνθη της ροδιάς, ο λύκος για τη γίδα,
για σπόρο ο γερανός, κι εγώ τρελαίνομαι για σένα.

Το βιος του Κροίσου ας είχα εγώ, να κάνω και τους δυο μας
χρυσοπλασμέν᾽ αγάλματα, τάμα στην Αφροδίτη,

εσύ σουραύλι να κρατείς, τριαντάφυλλο είτε μήλο
35κι εγώ με πέδιλ᾽ αλαφρά το χορευτή να κάνω.

Τα πόδια σου αλαφροπατούν κι είναι γλυκιά η φωνή σου,
για τους καλούς τους τρόπους σου παινέματα δε βρίσκω.

ΜΙΛ. Δεν ξέραμε πως τραγουδεί τόσο καλά ο εργάτης.
Αρμονικά τα ταίριασε τα λόγια του στις ρίμες.
40Κρίμα σ᾽ αυτά τα γένια σου που ανώφελα τα φέρνεις!
Άκουσε και τί τραγουδούν στο θείο το Λιτυέρση.

(ΩΔΗ)
Δήμητρα συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι
κάνε το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο.
Σφίγγετε τα δεμάτια σας να μην τα δουν διαβάτες
45και πουν: εργάτες είν᾽ αυτοί; κρίμα στο μεροδούλι.

Ας βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση.
Έτσι μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να φουσκώνουν.

Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι·
αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα.

50Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος
και πάψετε όταν κοιμηθεί· στο κάμα αναπαυθείτε.

Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει
μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει.

Βράσε καλύτερα φακή, φιλάργυρ᾽ επιστάτη,
55μη κόβοντας το κύμινο κόψεις το δάχτυλό σου.

Τέτοια τραγούδια, θεριστή, πρέπουν στους θεριστάδες,
κι όσο για την αγάπη σου, που κατατυραγνά σε,
τραγούδα την στη μάνα σου ταχιά μόλις ξυπνήσει.