ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗΟ Καλλιππίδης και ο Σώστρατος βγαίνουν από το ιερό.
ΣΩΣ. Δε γίνονται όλα σαν που εγώ ποθούσα
κι έτσι όπως τα περίμενα από σένα,
πατέρα. ΚΑΛ. Μα γιατί; Δεν έχω δώσει
τη συγκατάθεσή μου για να πάρεις
εκείνη που αγαπάς; Αυτό το θέλω
και πρέπει, λέω, να γίνει. ΣΩΣ. Δεν το δείχνεις.
ΚΑΛ. Μά τους θεούς, συνειδητά το λέω·
του νέου ο γάμος τότε έχει θεμέλια,
790αν ο έρωτας σ᾽ αυτόν τον οδηγήσει.
ΣΩΣ. Την αδερφή εγώ παίρνω του Γοργία
πιστεύοντας αντάξιος μας πως είναι·
μα τότε πώς δε δέχεσαι να δώσεις
κι αντίστροφα σ᾽ αυτόν την αδερφή μου;
Αυτό δεν είν᾽ ωραίο. ΚΑΛ. Γιατί δε θέλω
νύφη φτωχιά, γαμπρό φτωχό να κάμω
έτσι μαζί· το ᾽να απ᾽ τα δυο μάς φτάνει.
ΣΩΣ. Για χρήματα μιλάς, αβέβαιο πράμα.
Αν ξέρεις πως αυτά θα μείνουν πάντα
κοντά σου, φύλαγέ τα και μη δίνεις
800μερίδιο σε κανένα. Μα από πράμα
που το χρωστάς στην τύχη, που δεν είσαι
απόλυτός του κύριος, μη διστάζεις,
πατέρα μου, να δίνεις και στους άλλους.
Η τύχη που τα χάρισε σ᾽ εσένα,
η ίδια μπορεί από σένα να τα πάρει
και σε κάποιον ανάξιο να τα δώσει.
Νομίζω, εγώ τουλάχιστο, ότι πρέπει,
όσον καιρό στα χέρια σου είν᾽ ακόμα,
γενναιόδωρος να δείχνεσαι, πατέρα,
όλους να τους βοηθάς και να πλουτίζεις
κι άλλους, όσους μπορείς, με τ᾽ αγαθά σου.
Μόνον αυτό είν᾽ αθάνατο, κι αν ίσως
κάποτε η τύχη ανάποδα τα φέρει,
810κείθε θα βρεις ό,τι καλό έχεις κάμει.
Κάλλιο ένας φίλος που μπροστά σου λάμπει
παρά πλούτη κρυφά, στη γη θαμμένα.
|