Ραψωδία δ Τὰ ἐν Λακεδαίμονι
κι έφτασαν, από κοιλάδες και φαράγγια, βαθιά στη Λακεδαίμονα,
τράβηξαν ίσα στο παλάτι του τιμημένου Μενελάου·
τον βρήκαν σε γαμήλιο γλέντι με πολλούς δικούς του,
γιορτάζοντας γάμο διπλό, του γιου του και της άψογής του κόρης,
μέσα στο αρχοντικό του.
Εκείνη την ετοίμαζε νύφη στον γιο του ατρόμητου Αχιλλέα,
όπως το είχε υποσχεθεί τότε στην Τροία, συγκατανεύοντας
πως θα τη δώσει — τώρα οι θεοί τον γάμο συντελούσαν.
Την ξεπροβόδιζε λοιπόν μ᾽ άλογα κι άρματα, να ταξιδέψει
στην τειχισμένη περιλάλητη πόλη των Μυρμιδόνων,
όπου βασίλευε ο γαμπρός.
10Στον γιο του πάλι έφερε κορίτσι από τη Σπάρτη, του Αλέκτορα την κόρη,
σ᾽ αυτόν που του γεννήθηκε στερνός, ο Μεγαπένθης σφριγηλός,
από μια δούλη· γιατί οι θεοί δεν χάρισαν άλλο βλαστάρι
στην Ελένη, αφότου πρωτογέννησε χαριτωμένη θυγατέρα
την Ερμιόνη, ωραία στην όψη, σαν χρυσή Αφροδίτη.
Έτσι γλεντούσαν στο ψηλόροφο μεγάλο αρχοντικό,
γείτονες και δικοί του τιμημένου Μενελάου,
δοσμένοι ολόψυχα στην τέρψη· ανάμεσά τους τραγουδώντας ο θείος αοιδός
κρατούσε τον σκοπό χτυπώντας την κιθάρα του· και στον χορό
ξεχώριζαν δυο ακροβάτες, στη δίνη τους συνεπαρμένοι,
στη μέση εκεί.
20Αυτοί, δυο ξένοι, στο πρόθυρο του παλατιού σταματημένοι με τ᾽ άλογά τους,
γενναίος ο Τηλέμαχος, λαμπρός ο γιος του Νέστορα.
Πρόλαβε όμως και τους είδε ο Ετεωνέας,
ακόλουθος του τιμημένου Μενελάου με κύρος,
που τρέχοντας επέρασε τις κάμαρες του παλατιού για να τους αναγγείλει
στον βασιλέα, ποιμένα του λαού του.
Στάθηκε πλάι του, του μίλησε, και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Κάποιοι, δυο ξένοι, αρχοντικέ Μενέλαε,
νέοι που μοιάζει η φύτρα τους να κρέμεται από τον μεγάλο Δία.
Και τώρα πες μου, να τους ξεπεζέψουμε τα γρήγορα άλογα,
ή να τους ξαποστείλουμε να παν αλλού, αν άλλος ήθελε να τους φιλέψει.»
30Αλλά ο ξανθός Μενέλαος τον αποπήρε με βαριά αγανάκτηση:
«Ετεωνέα, του Βοήθου γιε, δεν ήσουν άλλοτε τόσο μωρός
στο παρελθόν· μα να που τώρα ανόητα μιλάς, σαν άμυαλο παιδί.
Μόλο που ξέρεις πως χορτάσαμε, εγώ κι εσύ, δείπνα πολλά
φιλόξενα σ᾽ άλλους ανθρώπους, προτού γυρίσουμε στα μέρη μας,
ελπίζοντας να μας γλιτώσει ο Δίας κάποτε από τη συμφορά. Λύσε λοιπόν
των ξένων τ᾽ άλογα και πέρασέ τους μέσα να χαρούν
το φαγοπότι μας.»
Όπως του μίλησε, όρμησε εκείνος έξω από την αίθουσα, φωνάζοντας
να τον συντρέξουν πρόθυμα τ᾽ άλλα παλληκαράκια. Κι αυτοί
λύνουν απ᾽ τον ζυγό κάθιδρα τ᾽ άλογα, τα ᾽δεσαν στο παχνί
40μαζί με τ᾽ άλλα συντροφιά, τους έβαλαν να φάνε ζειά
ανάκατη μ᾽ άσπρο κριθάρι, κι ύστερα ακούμπησαν την άμαξα
στην πρόσοψη του τοίχου πάμφωτη.
Όταν τους πέρασαν στο θείο παλάτι, έμειναν έκθαμβοι
βλέποντας γύρω τους το αρχοντικό του δοξασμένου βασιλιά·
μια λάμψη, σαν τον ήλιο ή τη σελήνη, αντανακλούσε
ψηλόροφο το μέγαρο του τιμημένου Μενελάου.
Κι αφού τη χάρηκαν τα μάτια τους την τόσην ομορφιά,
επήγαν στους γυαλιστερούς λουτήρες να λουστούν.
Εκεί τους έλουσαν οι παρακόρες και τους άλειψαν με λάδι,
50τους φόρεσαν σγουρές χλαμύδες και χιτώνες,
ύστερα τους οδήγησαν σε θρόνους, να καθήσουν
πλάι στον Μενέλαο, τον γιο του Ατρέα.
Αμέσως μια θεραπαινίδα, κρατώντας πάγκαλο χρυσό κανάτι,
από ψηλά τούς έχυνε νερό σ᾽ ένα λεβέτι ασημωμένο,
τα χέρια τους να νίψουν· μετά τους έστρωσε καλόξυστο τραπέζι.
Όπου η σεμνή κελάρισσα τους έφερε μπροστά
φαγώσιμα πολλά, θέλοντας να τους ευχαριστήσει.
Και να κι ο τραπεζάρχης, ανεμίζοντας πινάκια με κρέατα κάθε λογής,
τα πρόσφερε, κι έβαλε πλάι τους μαλαματένιες κούπες.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος τους δεξιώθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια:
60«Πιάστε ψωμί για καλωσόρισμα· κι όταν γευτείτε και χορτάσετε
το δείπνο, τότε θα σας ρωτήσουμε τους δυο
να πείτε ποιων ανθρώπων είσαστε οι βλαστοί· γιατί ασφαλώς
δεν έσβησαν τα γονικά σας· σίγουρα κρέμεται η γενιά σας
από μεγάλους βασιλείς επιφανείς, με σκήπτρο — ασήμαντοι δεν θα μπορούσαν
να γεννήσουν τέτοιους γιους.»
Είπε, κι αμέσως πήρε με το χέρι του παχύ κομμάτι από βοδίσια ράχη,
τιμητική μερίδα για τον ίδιο που την έδωσε στους ξένους.
Εκείνοι απλώνουν τα δυο τους χέρια στο έτοιμο φαγητό,
κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε για το φαΐ, για το πιοτό,
γύρισε τότε το κεφάλι του στον γιο του Νέστορα ο Τηλέμαχος,
70συγκλίνοντας κοντά του, να μην ακούν οι άλλοι:
«Δες και στοχάσου, Νεστορίδη, εγκάρδιε φίλε,
πώς στο χαρούμενο παλάτι αστράφτει ο μπρούντζος,
πώς λάμπει το χρυσάφι και το κεχριμπάρι, το ασήμι και το φίλντισι.
Έτσι θα φαίνονται τα δώματα του ολύμπιου Δία μέσα στην αυλή του,
όπως αυτά, με τα πολλά κι αμέτρητα που δείχνουν —
έκθαμβος μένω που τα βλέπω.»
|