Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (975-1000)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. τίπτε μοι τόδ᾽ ἐμπέδως [στρ. α] 975
δεῖμα προστατήριον
καρδίας τερασκόπου
πωτᾶται,
μαντιπολεῖ δ᾽ ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά,
980 οὐδ᾽ ἀποπτύσαι δίκαν
δυσκρίτων ὀνειράτων
θάρσος εὐπειθὲς ἵ-
ζει φρενὸς φίλον θρόνον;
χρόνος δ᾽ † ἐπεὶ
πρυμνησίων ξυνεμβολαῖς
985 ψαμμίας ἀκάτα † παρή-
βησεν, εὖθ᾽ ὑπ᾽ Ἴλιον
ὦρτο ναυβάτας στρατός.

πεύθομαι δ᾽ ἀπ᾽ ὀμμάτων [ἀντ. α]
νόστον, αὐτόμαρτυς ὤν·
990 τὸν δ᾽ ἄνευ λύρας ὅμως
ὑμνῳδεῖ
θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων
ἐλπίδος φίλον θράσος.
995 σπλάγχνα δ᾽ οὔτοι ματᾴ-
ζει, πρὸς ἐνδίκοις φρεσὶν
τελεσφόροις
δίναις κυκλούμενον κέαρ.
εὔχομαι δ᾽ ἐξ ἐμᾶς
ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν
1000 ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡΟΣ
Γιατί με τόσο πείσμα εμπρός
στη λαφροΐσκιωτή μου την καρδιά
αυτός ο φόβος να πηδά
κι ακάλεστος κι απλέρωτος
μαντείες να μου καλοναρχά;
Γιατί σαν τα όνειρα τα σκοτεινά
980να μην μπορώ να τον ξορκίσω
και το καλό το θάρρος μου ξανά
στο θρόνο της καρδιάς να στήσω;
Κι όμως καιρός επέρασε από τότες
που σέρνοντας τα παλαμάρια
ταράξανε τον άμμο του γιαλού,
όταν κατά την Τροία ξεκίνησαν
οι ναύτες μας κι οι στρατιώτες.

Του γυρισμού των τώρα εγώ
μάρτυρας είμαι μόνος μου μ᾽ αυτά
τα δυο μου μάτια· κι όμως, πώς
ψέλνει από μέσα μου η καρδιά
990χωρίς κιθάρας συνοδειά
των Ερινύων το θρήνο, που κανείς
δεν της τον έχει ποτέ μάθει;
κι αχ! της γλυκιάς ελπίδας το καλό
το θάρρος μού έφυγε κι εχάθη.
Γιατί τα σπλάχνα δε σπαρνούνε
έτσι άδικα ποτέ κι ουδέ του κάκου
χοροπηδά στα στήθια μου η καρδιά.
μα εύχομαι κατ᾽ ανέμου οι φόβοι μου
1000να παν και ψεύτικοι να βγούνε.