ΚΗΡΥΚΑΣ
Α δε στρέξεις να ᾽ρθεις με το καλό μαζί μου
ξέσκισμ᾽ αλύπητο θα βρει τις φορεσιές σου.
ΧΟΡΟΣ
Της χώρας άρχοντες
και κυβερνάτορες
πάω! με δάμασε.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μαλλιοτραβώντας, μοιάζει, θα σας ξεκολλήσω,
αφού έχετε στα λόγια μου βαριά τ᾽ αυτιά σας.
ΧΟΡΟΣ
Πάω και χάθηκα,
άθεα κι άδικα
παθαίνω, αφέντη βασιλιά!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Αφεντάδες πολλούς και γρήγορα θα δείτε,
910τους γιούς του Αιγύπτου· κι έγνοια σας, δε θα ᾽στε δίχως.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ε συ, τι κάνεις; πού την τόση τόλμη βρήκες,
έτσι των Πελασγών την χώρα να προσβάλλεις;
ή θάρρεψες, σε πόλη γυναικών πως ήρθες;
κι ενώ είσαι βάρβαρος πολλήν αυθάδεια δείχτεις
σ᾽ Έλληνες μπρος, κι απ᾽ όλα τα καμώματά σου
τ᾽ άπρεπ᾽ αυτά, μου φαίνεται, πως νου δεν έχεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Και σε τί τάχα να ᾽σφαλα στο δίκιο ανάντια;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Πρώτ᾽ απ᾽ όλα δε ξέρεις, πως εδώ είσαι ξένος.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Πώς δα; μια που το βρίσκω πράμα πὄχω χάσει.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Και σε ποιούς ντόπιους πρόξενους τα δίκια σου είπες;
ΚΗΡΥΚΑΣ
920Στον πιο μεγάλο πρόξενον, Ερμή τον ψάχτη.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μα ενώ είπες τους θεούς, σέβας σ᾽ αυτούς δεν έχεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Του Νείλου τους θεούς σέβομαι εγώ εκεί κάτω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ώστε τίποτα οι εδώ, καθώς σου ακούω, δεν είναι.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Θα πάρω αυτές· και λέω κανείς να μη εμποδίσει.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Θα κλάψεις, λέω, και σύντομα, μόνο αν τις ᾽γγίξεις.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Καθόλου αυτός φιλόξενος π᾽ άκουσα ο λόγος.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ξένους μου εγώ ιερόσυλους ποτέ δεν κάνω.
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ώστε να πάω να πω στους γιους αυτά του Αιγύπτου.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Αβόσκητ᾽ είναι η έγνοια αυτή για την καρδιά μου.
ΚΗΡΥΚΑΣ
930Μα για να ξέρω πιο σωστά να τα εξηγήσω,
– γιατ᾽ έχει χρέος ο κήρυκας να τ᾽ αναφέρει
καθαρά τα καθέκαστα – σα θα γυρίσω
μ᾽ άδεια τα χέρια, ποιός και πώς να λέω πως μόχει
τις κόρες αφαιρέσει αυτές κι αξάδερφές των;
Τα τέτοια, ξέρεις, δε δικάζει με μαρτύρους
ο Άρης κι ουδέ λύνει τις διαφορές του
μ᾽ ασήμι πληρωμένο· μα πολλοί θα πέσουν
στο χώμα πριν, και τη ζωή θ᾽ απολαχτίσουν.
|