ΔΑΡΕΙΟΣ
800Όχι, μα λίγοι από πολλούς, αν κανείς πρέπει
στις προφητείες τις θεϊκές να δίνει πίστη
βλέποντας όσα βγήκαν ως τα τώρ᾽ αλήθεια,
γιατί δεν αληθεύουν άλλες, κι άλλες όχι.
Κι αν έτσ᾽ είναι, στηρίχτηκε σ᾽ ελπίδες κούφιες
π᾽ άφησ᾽ ο Ξέρξης διαλεχτό στρατού εκεί πλήθος·
και τώρα μένουν όπου ο Ασωπός ποτίζει
τον κάμπο, θρέφοντας την γη των Βοιωτών του.
Κι εδώ είναι η πιο χειρότερη που τους προσμένει
να πάθουν συμφορά, για την αποκοτιά τους
και τ᾽ άθεα τα φρονήματα· γιατί σαν ήρθαν
στης Ελλάδας τη γη, δεν κρατήθηκαν χέρι
στ᾽ αγάλματα των θεών ιερόσυλο μη βάλουν
810και φωτιά στους ναούς· και τώρα είν᾽ οι βωμοί τους
αφανισμένοι και συθέμελα απ᾽ τη ρίζα
των θεών τ᾽ άγια ανάκατα στη γη στρωμένα.
Απ᾽ όσα λοιπόν έπραξαν, όχι πιο λίγα
κακά παθαίνουν, κι άλλα μέλλουνται, κι ακόμα
πάτο δε βρήκε η συμφορά, μα όλο ανεβαίνει·
τόση σφαγή θενα γενεί κι αιμάτου πήχτρα
στη γη των Πλαταιών από τη δώρια λόγχη,
που ως την τριτόσπαρτη γενιά των νεκρών στοίβες
άφωνα θενά λεν στα μάτια όσων τις βλέπουν,
πως άνθρωπος θνητός δεν πρέπει να το παίρνει
820απάνω του παρά πολύ, γιατ᾽ η περφάνεια
μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχυ,
απούθε ο πολυδάκρυτος τρυγιέται θέρος.
Την τέτοια λοιπόν βλέποντας την πλερωμή τους,
μη ξεχνάτε την Αθήνα και την Ελλάδα
κι ας μην καταφρονά κανείς τ᾽ αγαθά πὄχει,
μην πάει και χάσει, άλλα ζηλεύοντας, το βιο του.
γιατί βαρύς κριτής στέκει από πάνω ο Δίας
που την υπέρμετρη έπαρση σκληρά κολάζει.
Εσείς λοιπόν, αφού του λείπει εκείνου η γνώση,
830στα σύγκαλά του φέρτε τον με νουθεσίες,
μην την αντίθεη τύφλωση του νου του αφήσει
και τη θρασειά του αποκοτιά. Μα εσύ του Ξέρξη
καλή γριά μάνα πήγαινε από μέσα πάρε
την πιο λαμπρή στολή να υποδεχτείς το γιο σου,
γιατ᾽ ένα γύρω επάνω του ξεσκλίδια ρεύουν
από της συμφοράς τον πόνο ξεφτισμένα
της πολυξόμπλιαστης τα φάδια φορεσιάς του·
και συ με τα καλά σου λόγια ημέρωνέ τον,
γιατί εσέ μόνο, ξέρω, θα δεχτεί ν᾽ ακούσει.
Μα τώρα εγώ γυρνώ κάτω στης γης τα σκότη·
840και σεις, γερόντοι, χαίρετε και μέσα ως τόσο
σ᾽ αυτές τις συμφορές δίνετε της ψυχής σας
όση αναγάλλια η πάσα μια θα φέρνει μέρα·
για τους νεκρούς τίποτα δε φελούν τα πλούτη.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, πόσο ακούοντας σπάραξα τα όσα μας βρήκαν
τωρινά πάθη κι όσα είναι να ᾽ρθουν ακόμα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω μαύρη μοίρα, πόσος με γιομίζει πόνος
να βάζω αυτά στο νου μου τα κακά, μ᾽ απ᾽ όλα
με σκίζει εκείνο πιο πολύ, ν᾽ ακούω την τόση
της φορεσιάς του καταφρόνια, που σκεπάζει
του γιου μου το κορμί· μα τώρα πάω να πάρω
στολή από μέσα, για να δω πώς το παιδί μου
850θα υποδεχτώ· γιατί ποτέ στη δυστυχία
δεν θα προδώσουμε ό,τι πιότερο αγαπούμε.
|