ΘΗΣ. Λοιπόν δεν είναι γεννημένος πλάνος
κι απατεώνας; Ζητάει με τα γλυκόλογα
την ψυχή μου να σπάσει, αυτός, που ατίμασε
1040εμένα που τον γέννησα; ΙΠΠ. Πατέρα,
δε σε καταλαβαίνω. Αν σ᾽ είχα γιο
κι ήμουν εγώ ο πατέρας σου κι ετόλμας
ν᾽ αγγίξεις τη συμβία μου, θα σε σκότωνα!
Δε θα σε τιμωρούσα μ᾽ εξορία.
ΘΗΣ. Τέτοια ποινή σού πρέπει κι όχι αυτή
που μόνος σου στον εαυτό σου ορίζεις:
να πεθάνεις μια κι όξω. Ο τέτοιος Άδης
βολικός γι᾽ ασεβείς. Εξορισμένος
μακριά από την πατρίδα θ᾽ αλητεύεις,
σε ξένη γη θα ρέβεις, όλο πίκρες,
1050κι αυτή ᾽ναι η πλερωμή της ατιμίας σου!
ΙΠΠ. Αλί! Τί πας να κάνεις; Δεν αφήνεις
τον καιρό να βοηθήσει την αλήθεια;
Κι έτσι με διώχνεις από την πατρίδα;
ΘΗΣ. Πέρ᾽ απ᾽ τον Πόντο κι απ᾽ του Ατλαντικού
τα τέρματα θα σ᾽ έστελνα, αν μπορούσα.
Τόσο πολύ σε μίσησα!
ΙΠΠ. Μήδ᾽ όρκους, μηδέ απόδειξες και μήτε
μάντηδες λογαριάζεις και με διώχνεις
άκριτον απ᾽ τη χώρα; ΘΗΣ. Νά! το γράμμα
τούτο δεν έχει ανάγκη από μαντέματα,
κοφτά σε καταδίκασε. Τα όρνια,
που απάνου απ᾽ το κεφάλι μας περνούνε,
να πάνε στο καλό! ΙΠΠ. Γιατί, ω θεοί μου,
1060τη γλώσσα μου δε λύνω, αφού και σεις,
που πάντα σας τιμώ, δε με βοηθάτε;
Όχι! Μ᾽ ό,τι κι αν κάνω, δε θα πείσω
τον πατέρα μου, μάταια θα πατούσα
τους όρκους μου. ΘΗΣ. Πώς με σκοτώνει αυτή σου
η ψεύτικη θεοσέβεια! Το ταχύτερο
φεύγ᾽ απ᾽ τη χώρα εδώ την πατρική σου!
ΙΠΠ. Για πού; Ποιός ξένος θα με μπάσει σπίτι του,
που τέτοια με βαραίνει κατηγόρια;
ΘΗΣ. Όποιος του αρέσει να περιμαζεύει
αυτούς που ξεμυαλίζουν τις γυναίκες.
1070ΙΠΠ. Αλίμονο! Κατάκαρδα το χτύπημα!
Μου ᾽ρχεται κλάμα, αν με περνάς για τέτοιον.
ΘΗΣ. Τότ᾽ έπρεπε να κλαις και να στενάζεις,
που τόλμαες ν᾽ ατιμάσεις τον πατέρα σου!
ΙΠΠ. Ω! συ παλάτι, να ᾽βγαζες φωνή
να μαρτυρούσες πως δεν είμαι φταίχτης!
ΘΗΣ. Καταφεύγεις στους άλαλους μαρτύρους;
Μα σε καταμηνούνε τα έργατά σου,
και δίχως να μιλάνε, για κακοποιόν.
ΙΠΠ. Αχ! να μπορούσ᾽ αντικριστά να βάλω
τον ίδιο μου εαυτό, να τονε βλέπω
να κλαίει τα βάσανά μου! ΘΗΣ. Γυμνασμένος
1080να σώζεις τον εαυτούλη σου, παρά
το γονιό, που σε γέννησε, να σέβεσαι.
ΙΠΠ. Αχ! μανούλα μου κι αχ κακογεννήτρα!
Κανείς δικός μου να μην είναι νόθος!
ΘΗΣ.
Τραβάτε τον, ω δούλοι! Δεν ακούτε
τόσην ώρα που τονε διώχνω ξένο;
ΙΠΠ. Πολύ θα κλάψει ο που μ᾽ αγγίξει. Ατός σου,
αν έτσι θέλεις, βγάλε με απ᾽ τη χώρα.
ΘΗΣ. Και θα το κάνω, αφού δεν υπακούεις.
Κι αν φεύγεις εξορία, δε σε λυπάμαι.
1090ΙΠΠ. Πάει, όλα πια τελειώσαν, δυστυχιά μου.
Κατέχω την αλήθεια, μα δεν ξέρω
πώς να την πω!
(γυρίζει προς το άγαλμα της Άρτεμης)
Συντρόφισσά μου εσύ
στα κυνήγια και τρισαγαπημένη
της Λητώς θυγατέρα, φεύγω εξόριστος
από την ξακουσμένη Αθήνα, χαίρε,
γη του Ερεχθέα και πόλη. Κι όμοια χαίρε,
ω χώρα της Τροιζήνας, που χαρίζεις
στα νιάτα καλοζώιστην ευτυχία!
Στερνή φορά σε βλέπω και σου κραίνω!
Εμπρός! Οι ντόπιοι συνομήλικοί μου
χαιρετάτε με και ξεπροβοδίστε
1100γιατ᾽ άλλον δε θα ιδείτε φρονιμότερον
από μένα στο πείσμα του πατέρα μου.
|