ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΚΛΥΤΑΙΜΗΣΤΡΑ
Τρωαδίτισσες, εβγάτε από τ᾽ αμάξι
και πιάστε με απ᾽ το χέρι να κατέβω.
1000Των θεών οι βωμοί ᾽ναι στολισμένοι
με της Φρυγίας τα λάφυρα και τούτες
τις διαλεγμένες κόρες της Τρωάδας
δώρο μικρό τις έχω και στολίδι
στο σπίτι ωραίο, αντί για τη δική μου
τη θυγατέρα που ᾽χω χάσει.
ΗΛΕ. Άσε, μητέρα, εγώ, που ᾽μαι διωγμένη
σα δούλα απ᾽ το παλάτι του γονιού μου
και κατοικώ σ᾽ αυτό το έρμο καλύβι,
εγώ να πιάσω το καλότυχό σου χέρι.
ΚΛΥ. Εσύ μην κοπιάζεις, νά οι σκλάβες.
ΗΛΕ. Γιατί; Σα δούλα μ᾽ έχεις αποδιώξει
απ᾽ τα παλάτια, όταν τα ερήμωσες,
και σκλάβα εγώ κατάντησα όπως τούτες,
1010μόνη κι ορφανεμένη απ᾽ τον πατέρα.
ΚΛΥ. Σοφίστηκε ο γονιός σου έργα τέτοια,
που διόλου δεν ταιριάζαν σε δικούς του.
Θα σου τα πω. Γιατί όταν μια γυναίκα
βγάλει όνομα κακό, τότε κι η γλώσσα της
είναι κάπως πικρή. Μα όσο για μένα,
τούτο δεν είναι αλήθεια. Αφού τα μάθεις όλα,
τότε να με μισήσεις, αν το αξίζω·
αλλιώς γιατί πρέπει να μου ᾽χεις έχθρα;
Μ᾽ έδωσεν ο Τυνδάρεως στον γονιό σου,
όχι για να πεθάνω ουδέ τα τέκνα
που θα γεννούσα. Εκείνος ξεγελώντας
1020την κόρη μου πως θα της δώσει γι᾽ άντρα
τον Αχιλλέα, την πήρε απ᾽ το παλάτι
κι εκεί την πήγε, στην Αυλίδα, που όλα
πρόσμεναν αραγμένα τα καράβια.
Απάνω στον βωμό ξαπλώνοντάς την,
κόβει της Ιφιγένειας τον άσπρο
λαιμό. Αν το ᾽χε κάνει γιατί πάσκιζε
μια πόλη να φυλάξει απ᾽ τον χαμό της,
ή και το σπιτικό του να ωφελήσει
και τ᾽ άλλα τα παιδιά του να γλιτώσει,
καθένας τότε θα τον συχωρούσε,
γιατί έσφαξε μονάχα μία για χάρη
πολλών. Μα τώρα που η Ελένη
εξεμυαλίστη, κι ο άντρας της δεν είχε
τρόπο την άπιστη να τιμωρήσει,
για το χατίρι τους την κόρη μου έχει σφάξει.
1030Παρόλο που μ᾽ αδίκησαν, ωστόσο
δεν μ᾽ έπνιξε ο θυμός ουδέ τον άντρα
θα σκότωνα. Όμως ήρθε φέρνοντάς μου
τη θεοπαρμένη ξέφρενη παρθένα,
στην κλίνη τη δικιά μου βάζοντάς την
κι έτσι στους ίδιους μέναμε θαλάμους
δύο νύφες. Οι γυναίκες βέβαια είναι
άμυαλες, δεν τ᾽ αρνιέμαι. Μα όταν
πέφτει στο σφάλμα ο άντρας, τη δικιά του
παραμερίζοντας γυναίκα, τότε
να τονε μιμηθεί θέλει κι εκείνη
και να βρει άλλη αγάπη. Όμως βουίζει
μετά για μας η κατηγόρια, ενώ για κείνους
1040που ήταν η αφορμή κακό δεν λέει
κανένας. Τον Μενέλαο, τον άντρα
της αδερφής μου, αν κλέβαν, εγώ τότε
για να τον σώσω, θα ᾽πρεπε να σφάξω
τον γιο μου Ορέστη; Πώς θα τ᾽ ανεχόταν
ο πατέρας σου τούτα; Γιατί τάχα
να μην πεθάνει αυτός που τους δικούς μου
αφάνισε, και μόνο εγώ από κείνον
να σκοτωθώ; Έκανα τον φόνο, πήρα
το μονοπάτι εκείνο που μπορούσα
και στάθηκα μαζί με τους εχθρούς του.
Ποιός φίλος του θα ᾽ρχότανε βοηθός μου
στον φόνο του πατέρα σου; Ό, τι θέλεις
λέγε μου, και με λεύτερη τη γνώμη
1050δείξε πως άδικα ο γονιός σου εχάθη.
|