Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑλένη (1032-1070)


ΕΛ. Μενέλαε, πρὸς μὲν παρθένου σεσώμεθα·
τοὐνθένδε δ᾽ εἰς ἓν τοὺς λόγους φέροντε χρὴ
κοινὴν ξυνάπτειν μηχανὴν σωτηρίας.
1035ΜΕ. ἄκουε δή νυν· χρόνιος εἶ κατὰ στέγας
καὶ συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως.
ΕΛ. τί τοῦτ᾽ ἔλεξας; ἐσφέρεις γὰρ ἐλπίδας
ὡς δή τι δράσων χρηστὸν ἐς κοινόν γε νῶιν.
ΜΕ. πείσειας ἄν τιν᾽ οἵτινες τετραζύγων
1040ὄχων ἀνάσσουσ᾽ ὥστε νῶιν δοῦναι δίφρους;
ΕΛ. πείσαιμ᾽ ‹ἄν›· ἀλλὰ τίνα φυγὴν φευξούμεθα
πεδίων ἄπειροι βαρβάρου γ᾽ ὄντες χθονός;
ΜΕ. ἀδύνατον εἶπας. φέρε, τί δ᾽ εἰ κρυφθεὶς δόμοις
κτάνοιμ᾽ ἄνακτα τῶιδε διστόμωι ξίφει;
1045ΕΛ. οὐκ ἄν ‹σ᾽› ἀνάσχοιτ᾽ οὐδὲ σιγήσειεν ἂν
μέλλοντ᾽ ἀδελφὴ σύγγονον κατακτανεῖν.
ΜΕ. ἀλλ᾽ οὐδὲ μὴν ναῦς ἔστιν ἧι σωθεῖμεν ἂν
φεύγοντες· ἣν γὰρ εἴχομεν θάλασσ᾽ ἔχει.
ΕΛ. ἄκουσον, ἤν τι καὶ γυνὴ λέξηι σοφόν.
1050βούληι λέγεσθαι μὴ θανὼν λόγωι θανεῖν;
ΜΕ. κακὸς μὲν ὄρνις· εἰ δὲ κερδανῶ, λέγε.
ἕτοιμός εἰμι μὴ θανὼν λόγωι θανεῖν.
ΕΛ. καὶ μὴν γυναικείοις ‹σ᾽› ἂν οἰκτισαίμεθα
κουραῖσι καὶ θρήνοισι πρὸς τὸν ἀνόσιον.
1055ΜΕ. σωτηρίας δὲ τοῦτ᾽ ἔχει τί νῶιν ἄκος;
παλαιότης γὰρ τῶι λόγωι γ᾽ ἔνεστί τις.
ΕΛ. ὡς δὴ θανόντα σ᾽ ἐνάλιον κενῶι τάφωι
θάψαι τύραννον τῆσδε γῆς αἰτήσομαι.
ΜΕ. καὶ δὴ παρεῖκεν· εἶτα πῶς ἄνευ νεὼς
1060σωθησόμεσθα κενοταφοῦντ᾽ ἐμὸν δέμας;
ΕΛ. δοῦναι κελεύσω πορθμίδ᾽, ἧι καθήσομεν
κόσμον τάφωι σῶι πελαγίους ἐς ἀγκάλας.
ΜΕ. ὡς εὖ τόδ᾽ εἶπας πλὴν ἕν· εἰ χέρσωι ταφὰς
θεῖναι κελεύσει σ᾽, οὐδὲν ἡ σκῆψις φέρει.
1065ΕΛ. ἀλλ᾽ οὐ νομίζειν φήσομεν καθ᾽ Ἑλλάδα
χέρσωι καλύπτειν τοὺς θανόντας ἐναλίους.
ΜΕ. τοῦτ᾽ αὖ κατορθοῖς· εἶτ᾽ ἐγὼ συμπλεύσομαι
καὶ συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῶι σκάφει.
ΕΛ. σὲ καὶ παρεῖναι δεῖ μάλιστα τούς τε σοὺς
1070πλωτῆρας οἵπερ ἔφυγον ἐκ ναυαγίας.


ΕΛΕ. Όσο περνά απ᾽ το χέρι της Θεονόης,
Μενέλαε, γλιτώσαμε· μα πρέπει
τον τρόπο να μου πεις που θα σωθούμε.
ΜΕΝ. Άκουσε· με του βασιλιά τους δούλους
πολύν καιρό έχεις ζήσει στο παλάτι.
ΕΛΕ. Τί θες να πεις; Ελπίδες με γεμίζεις
πως κάτι το καλό για μας θα κάνεις.
ΜΕΝ. Μπορείς να πείσεις κάποιον από κείνους
1040που ᾽χουν τ᾽ αμάξια να μας δώσουν ένα;
ΕΛΕ. Μπορώ· πώς θα ξεφύγουμε όμως, όταν
δεν ξέρουμε τον βάρβαρο αυτόν τόπο;
ΜΕΝ. Δεν γίνεται. Αν κρυφτώ εκεί μέσα κι έτσι
με το σπαθί τον άρχοντα σκοτώσω;
ΕΛΕ. Δεν θ᾽ άφην᾽ η αδερφή του, θα μιλούσε
πως έβαλες στον νου σου να τον σφάξεις.
ΜΕΝ. Ούτε καράβι υπάρχει να σωθούμε·
βούλιαξε μες στο πέλαο το δικό μου.
ΕΛΕ. Αν σκέφτονται σωστά οι γυναίκες, άκου·
1050πως τάχα έχεις πεθάνει θες να λέω;
ΜΕΝ. Κακό σημάδι· αν κάτι θα κερδίσω,
νεκρό ας με πούνε τότε και ας μην είμαι.
ΕΛΕ. Με τα μαλλιά κομμένα και με θρήνους
γυναίκειους θα σε κλαίω εγώ μπροστά του.
ΜΕΝ. Κι αυτό πώς θα μπορέσει να μας σώσει;
Παλιό το τέχνασμά σου και δεν πιάνει.
ΕΛΕ. Σαν πεθαμένο εγώ θα του ζητήσω
σε πελαγίσιο τάφο να σε θάψω.
ΜΕΝ. Λοιπόν σ᾽ αφήνει· πώς χωρίς καράβι,
1060μετά από την ταφή μου, θα σωθούμε;
ΕΛΕ. Θα του γυρέψω πλοίο για ν᾽ αδειάσω
τις νεκρικές σου προσφορές στο κύμα.
ΜΕΝ. Καλά τα λες, μα πάνε όλα χαμένα,
στη γης αν σε προστάξει να με θάψεις.
ΕΛΕ. Θα πούμε συνηθίζουν στην Ελλάδα
σε χώμα τους πνιγμένους να μη θάβουν.
ΜΕΝ. Βρήκες τη λύση· θα ᾽ρθω στο ίδιο πλοίο
τα νεκρικά στολίδια να προσφέρω;
ΕΛΕ. Και βέβαια πρέπει να ᾽σαι κι οι δικοί σου
1070ναύτες, όσοι γλιτώσαν τη φουρτούνα.