Έρχεται ο Ταλθύβιος και γυρίζοντας κατά το βάθος φωνάζει.
1260ΤΑΛ. Ε! Οι ομαδάρχες που εντολή έχουν λάβει
να κάψουνε την πόλη αυτή του Πριάμου
τί καρτερούν με τους δαυλούς στα χέρια;
Βάλτε φωτιά, που να μη μείνει λώθρα!
Φωτιά! Και τότε πια ευχαριστημένοι
θα φύγουμε να πάμε στην πατρίδα.
Στις γυναίκες.
Και, για να πω μεμιάς δυο προσταγές,
Τρωαδίτισσες, να ᾽στε έτοιμες, και μόλις
των αρχηγών η σάλπιγγα βαρέσει,
να τρέξετε να μπείτε στα καράβια.
Κι εσύ, κυρούλα, εσύ δυστυχισμένη,
1270θα πας μαζί με τούτους· ο Οδυσσέας,
που σκλάβα του κληρώθηκες να γίνεις,
τους στέλνει τώρα εδώ, για να σε πάρουν.
ΕΚΑ. Των συμφορών μου, νά, το τέρμα φτάνει,
νά, φτάνει το κορύφωμα· αχ η μαύρη·
η χώρα μες στις φλόγες, κι εγώ φεύγω.
Γυρίζει κατά το βάθος.
Όσο μπορείτε, γέρικά μου πόδια,
συρθείτε, το έχε γεια να της αφήσω.
Ω Τροία, ω χώρα κάποτε μεγάλη
μες στους βαρβάρους, τώρα πια θα χάσεις
το δοξασμένο σου όνομα. Σε καίνε,
κι εμάς στην ξενιτειά μάς παίρνουν σκλάβες.
1280Θεοί! Μα τί τους κράζω; Τόσες, τόσες
τους φώναξα φορές και δεν ακούσαν.
Στις φλόγες! Πάμε! Ο πιο καλός για μένα
θάνατος, να καώ με την πατρίδα.
Τρέχει όσο μπορεί προς το βάθος.
ΤΑΛ. Οι συμφορές σε τρέλαναν, καημένη.
Στους ακολούθους του.
Μην την ακούτε· πάρτε την· ανήκει
στον Οδυσσέα, και χρέος μας να την πάμε.
Μερικοί στρατιώτες παίρνουν την Εκάβη και τη φέρνουν πίσω.
ΕΚΑ. Οχ οϊμένα, οϊμένα, οϊμέ!
Απ᾽ το θρόνο σου εκεί πάνου,
ω τρανέ του Κρόνου γιε,
της Φρυγίας μεγάλε αφέντη,
της γενιάς μας αρχηγέ,
βλέπεις άραγε ή δε βλέπεις
—συφορά!—
πού κατάντησε η γενιά
1290του Δαρδάνου;
ΧΟΡ. Τη μεγάλη Τροία
βλέπει ρημαγμένη·
χάθηκε, αχ·
τίποτ᾽ απ᾽ τη χώρα μας δε μένει.
|