ΕΚΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΗ. Ώρα τώρα, φίλες, αδημονώ για την έκβαση,
προσμένω να μάθω τί τροπή θα πάρουν τα εκεί.
Όμως δες, καταφθάνει, βλέπω, ένας ακόλουθος του Ιάσονα.
Η ερεθισμένη ανάσα του φανερώνει
1120ότι καινούργιο κακό θ᾽ αναγγείλει.
(Από την ίδια πάροδο, από την οποία εισήλθαν νωρίτερα
ο Κρέων και ο Ιάσων εισέρχεται ο Άγγελος.)
ΑΓΓΕΛΟΣ
[Ω εσύ που απάνθρωπα έπραξες την πράξη την τρομερή,]
φύγε φύγε, Μήδεια, φύγε από στεριά, φύγε από θάλασσα.
ΜΗ. Τί έχω κάνει για να φύγω έτσι που λες;
1125ΑΓ. Μόλις έσβησε η κόρη του δυνάστη και ο Κρέων,
ο πατέρας της, από το δικό σου το φαρμάκι.
ΜΗ. Το ωραιότερο νέο που άκουσα. Από σήμερα
συγκαταλέγεσαι ήδη στους ευεργέτες και στους φίλους μου.
ΑΓ. Τί λες; Έχεις τα λογικά σου, γυναίκα; Δεν παραλογίζεσαι;
1130Σκόρπισες τη φρίκη στο παλάτι
και χαίρεσαι όταν το ακούς; Δεν φοβάσαι;
ΜΗ. Στα όσα είπες βέβαια θα είχα ν᾽ αντιτάξω κάτι και εγώ.
Όμως μη βιάζεσαι, φίλε. Πες μου: Πώς πέθαναν;
Γιατί θα λάβω τέρψη διπλή,
1135αν ήτανε μαρτυρικός ο θάνατός τους.
ΑΓ. Όταν ήρθαν τα δυο σου αγόρια με τον πατέρα τους
και μπήκανε στα δώματα τα νυφικά,
οι δούλοι που υποφέραμε για το κακό που σε είχε βρει
χαρήκαμε. Ευθύς ακούστηκε και ξανακούστηκε πάλι και πάλι
1140ότι εσύ και ο άντρας σου τερματίσατε την παλαιά διαμάχη.
Ένας από μας φιλάει το χέρι των παιδιών,
ένας άλλος το ξανθό κεφάλι.
Εγώ, από τη χαρά μου, ακολούθησα και ο ίδιος τα παιδιά
στις κάμαρες των γυναικών.
Η δέσποινα που τώρα τιμάμε αντί για σένα,
1145προτού αντικρίσει τα δυο σου παιδιά,
δεν χόρταινε να κοιτάζει τον Ιάσονα.
Τότε όμως κάλυψε τα μάτια της
και έστρεψε από την άλλη το λευκό της πρόσωπο,
αηδιασμένη που είχαν έρθει τα παιδιά.
1150Ο άντρας σου επράυνε την οργή και το μένος της κόρης
λέγοντάς της: «Μη νιώθεις έχθρα γι᾽ αυτούς που αγαπώ.
Άφησε τον θυμό και στρέψε κατά δω το πρόσωπό σου.
Θεώρησε φίλους τους φίλους του άντρα σου.
Δέξου τα δώρα και παρακάλεσε τον πατέρα σου
1155να χαρίσει στα παιδιά την εξορία για χάρη μου.»
Εκείνη, όταν είδε τη χλιδή, δεν άντεξε
και υποσχέθηκε στον άντρα της τα πάντα.
Προτού ακόμα τα παιδιά και ο πατέρας ξεμακρύνουν,
πήρε τον ολοκέντητο πέπλο και τον φόρεσε.
1160Έστεψε με το χρυσό στεφάνι τους βοστρύχους
και χτένιζε την κόμη κοιτάζοντας στον λαμπερό καθρέφτη,
ενώ εγέλαγε στο άψυχο είδωλο του σώματός της.
Ύστερα σηκώνεται από τον θρόνο
και περπατάει ώς την άλλη άκρη του σπιτιού.
Βαδίζει όλο χάρη με πάλλευκο πόδι.
1165Η χαρά της για τα δώρα δεν γνωρίζει όριο.
Πάλι και πάλι φέρνει το βλέμμα της
στον ορθωμένο τένοντα της φτέρνας
και κοιτάζεται. Όμως αυτό που ήρθε μετά
ήτανε θέαμα φριχτό για τα μάτια των ανθρώπων.
Αλλάζει άξαφνα χρώμα, γυρίζει πίσω,
παραπατά, τα πόδια της τρέμουν,
1170μόλις που προφταίνει να σωριαστεί στον θρόνο
και να μην πέσει χάμω.
Μια γριά δούλα, που νόμισε ίσως
ότι ξέσπασε απάνω της η οργή του Πάνα
ή κάποιου άλλου θεού, ανέπεμψε ευλαβικό αλαλαγμό.
Όταν όμως είδε να βγαίνει από το στόμα της άσπρος αφρός,
1175να γυρίζουν οι κόρες των ματιών και το αίμα της να έχει χαθεί,
αλλάζει σκοπό και ο ευλαβικός αλαλαγμός
έγινε τότε σπαρακτικός ολολυγμός.
Μια δούλα τρέχει γρήγορα στο σπίτι του πατέρα της κόρης,
μια άλλη στον νεόνυμφο άντρα της,
να του μιλήσει για τη συμφορά της νύφης.
1180Το σπίτι ολόκληρο αντηχούσε καθώς ετρέχανε και ξανατρέχαν.
Πόσο θέλει ένας γρήγορος δρομέας για να διατρέξει ένα στάδιο;
Τόσο χρειάστηκε κι αυτή· εκεί που είχε μείνει άλαλη
και με τα μάτια της κλειστά, εβόγκηξε με σπαραγμό η δύστυχη,
1185και θέλησε να εγερθεί. Γιατί διπλό κακό τη χτύπαγε.
Από το χρυσό στεφάνι, που έμενε φορεμένο στο κεφάλι της,
ξεχύνονταν αλλόκοτες ροές αχόρταγης φωτιάς,
και ο λεπτός πέπλος, το δώρο των παιδιών σου,
κατέτρωγε τη λευκή σάρκα της δύσμοιρης.
1190Σηκώνεται από τον θρόνο φλεγόμενη, τρέχει,
τινάζει δώθε κείθε τη χαίτη και το κεφάλι,
θέλει να απαλλαγεί από το στεφάνι. Όμως το χρυσάφι
μένει κολλημένο γερά, και η φωτιά, όταν ετίναξε την κόμη,
λαμπάδιασε με τόση κι άλλη τόση δύναμη.
1195Νικημένη από τη συμφορά σωριάζεται χάμω. Κανείς,
πάρεξ εκείνος που τη γέννησε, δεν θα τη γνώριζε, αν την έβλεπε.
Τα μάτια της δεν είχαν πια το βλέμμα που είχαν άλλοτε,
το ωραίο πρόσωπο δεν υπήρχε. Από την κορυφή της κεφαλής
έσταζε αίμα που είχε γίνει ένα με τη φωτιά.
1200Οι σάρκες της, καθώς τις έτρωγε το φαρμάκι με αόρατα σαγόνια,
έλιωναν και κύλαγαν από τα κόκαλα όπως το δάκρυ του πεύκου
— ήταν ένα θέαμα φριχτό. Είχαμε μείνει όλοι φοβισμένοι,
κανείς δεν άγγιζε τη νεκρή. Το δικό της πάθημα
μας είχε γίνει μάθημα.
Όμως ο δύστυχος πατέρας της,
1205που βρέθηκε άξαφνα στην κάμαρη
δίχως να ξέρει για τη συμφορά, πέφτει απάνω στη νεκρή.
Βογκάει, τυλίγει τα χέρια του γύρω της και τη φιλάει,
ενώ της μίλαε και της έλεγε: «Δύσμοιρη κόρη,
ποιός θεός θέλησε για σένα ένα τέλος τόσο ελεεινό;
Ποιός όρισε να ορφανέψω εγώ ο γέροντας, ο ζωντανός νεκρός;
1210Ω, ας γινόταν, παιδί μου, να πέθαινα μαζί σου κι εγώ.»
Όταν έναν καιρό έπαψε να θρηνεί και να οδύρεται
και θέλησε να ορθώσει το γερασμένο του κορμί,
έμενε κολλημένος απάνω στον λεπτό πέπλο
όπως ο κισσός στα κλωνάρια της δάφνης.
Ακολούθησε πάλη αλλόκοτη.
1215Εκείνος ήθελε να ορθώσει τα γόνατά του,
όμως η νεκρή, κολλημένη απάνω του, τον έσερνε κάτω.
Αν έκανε να τραβηχτεί με βία, οι γερασμένες σάρκες
ξεκόλλαγαν από τα κόκαλα. Πάλεψε, πάλεψε,
ώσπου κάποτε απόκαμε και άφησε την πνοή του
ο δύσμοιρος. Το κακό δεν μπορούσε πια να το δαμάσει.
1220Κείτονται τώρα νεκροί, κόρη και πατέρας πλάι πλάι,
μια συμφορά που ξυπνάει πόθο δακρύων.
Το τί πάει να πει αυτό για σένα το προσπερνώ
— θα ζήσεις άλλωστε απάνω σου την τιμωρία που έρχεται.
Και δεν είναι τώρα η πρώτη φορά
που θεωρώ μια σκιά τα ανθρώπινα
1225και δεν φοβάμαι να πω
ότι εκείνοι που νομίζονται σοφοί και βαθυστόχαστοι
αποδεικνύονται στο τέλος οι πιο αστόχαστοι.
Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος ευδαίμων.
Όταν ρέει για κάποιον ο πλούτος, αυτός
1230είναι, αν θες, πιο τυχερός από έναν άλλο,
δεν είναι όμως ευδαίμων.
(Ο Άγγελος εξέρχεται από την ίδια πάροδο
από την οποία είχε εισέλθει.)
|