Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.78.4-7.80.6)

[7.78.4] Καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ προελθόντες σταδίους ὡς τεσσαράκοντα ηὐλίσαντο πρὸς λόφῳ τινὶ οἱ Ἀθηναῖοι· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ πρῲ ἐπορεύοντο καὶ προῆλθον ὡς εἴκοσι σταδίους, καὶ κατέβησαν ἐς χωρίον ἄπεδόν τι καὶ αὐτοῦ ἐστρατοπεδεύσαντο, βουλόμενοι ἔκ τε τῶν οἰκιῶν λαβεῖν τι ἐδώδιμον (ὠκεῖτο γὰρ ὁ χῶρος) καὶ ὕδωρ μετὰ σφῶν αὐτῶν φέρεσθαι αὐτόθεν· ἐν γὰρ τῷ πρόσθεν ἐπὶ πολλὰ στάδια, ᾗ ἔμελλον ἰέναι, οὐκ ἄφθονον ἦν. [7.78.5] οἱ δὲ Συρακόσιοι ἐν τούτῳ προελθόντες τὴν δίοδον τὴν ἐν τῷ πρόσθεν ἀπετείχιζον· ἦν δὲ λόφος καρτερὸς καὶ ἑκατέρωθεν αὐτοῦ χαράδρα κρημνώδης, ἐκαλεῖτο δὲ Ἀκραῖον λέπας.
[7.78.6] Τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ οἱ Ἀθηναῖοι προῇσαν, καὶ οἱ τῶν Συρακοσίων καὶ ξυμμάχων αὐτοὺς ἱππῆς καὶ ἀκοντισταὶ ὄντες πολλοὶ ἑκατέρωθεν ἐκώλυον καὶ ἐσηκόντιζόν τε καὶ παρίππευον. καὶ χρόνον μὲν πολὺν ἐμάχοντο οἱ Ἀθηναῖοι, ἔπειτα ἀνεχώρησαν πάλιν ἐς τὸ αὐτὸ στρατόπεδον. καὶ τὰ ἐπιτήδεια οὐκέτι ὁμοίως εἶχον· οὐ γὰρ ἔτι ἀποχωρεῖν οἷόν τ᾽ ἦν ὑπὸ τῶν ἱππέων.
[7.79.1] Πρῲ δὲ ἄραντες ἐπορεύοντο αὖθις, καὶ ἐβιάσαντο πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν τὸν ἀποτετειχισμένον, καὶ ηὗρον πρὸ ἑαυτῶν ὑπὲρ τοῦ ἀποτειχίσματος τὴν πεζὴν στρατιὰν παρατεταγμένην οὐκ ἐπ᾽ ὀλίγων ἀσπίδων· στενὸν γὰρ ἦν τὸ χωρίον. [7.79.2] καὶ προσβαλόντες οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχομάχουν, καὶ βαλλόμενοι ὑπὸ πολλῶν ἀπὸ τοῦ λόφου ἐπάντους ὄντος (διικνοῦντο γὰρ ῥᾷον οἱ ἄνωθεν) καὶ οὐ δυνάμενοι βιάσασθαι ἀνεχώρουν πάλιν καὶ ἀνεπαύοντο. [7.79.3] ἔτυχον δὲ καὶ βρονταί τινες ἅμα γενόμεναι καὶ ὕδωρ, οἷα τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος φιλεῖ γίγνεσθαι· ἀφ᾽ ὧν οἱ Ἀθηναῖοι μᾶλλον ἔτι ἠθύμουν καὶ ἐνόμιζον ἐπὶ τῷ σφετέρῳ ὀλέθρῳ καὶ ταῦτα πάντα γίγνεσθαι. [7.79.4] ἀναπαυομένων δ᾽ αὐτῶν ὁ Γύλιππος καὶ οἱ Συρακόσιοι πέμπουσι μέρος τι τῆς στρατιᾶς ἀποτειχιοῦντας αὖ ἐκ τοῦ ὄπισθεν αὐτοὺς ᾗ προεληλύθεσαν· ἀντιπέμψαντες δὲ κἀκεῖνοι σφῶν αὐτῶν τινὰς διεκώλυσαν. [7.79.5] καὶ μετὰ ταῦτα πάσῃ τῇ στρατιᾷ ἀναχωρήσαντες πρὸς τὸ πεδίον μᾶλλον οἱ Ἀθηναῖοι ηὐλίσαντο.
Τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ προυχώρουν, καὶ οἱ Συρακόσιοι προσέβαλλόν τε πανταχῇ αὐτοῖς κύκλῳ καὶ πολλοὺς κατετραυμάτιζον, καὶ εἰ μὲν ἐπίοιεν οἱ Ἀθηναῖοι, ὑπεχώρουν, εἰ δ᾽ ἀναχωροῖεν, ἐπέκειντο, καὶ μάλιστα τοῖς ὑστάτοις προσπίπτοντες, εἴ πως κατὰ βραχὺ τρεψάμενοι πᾶν τὸ στράτευμα φοβήσειαν. [7.79.6] καὶ ἐπὶ πολὺ μὲν τοιούτῳ τρόπῳ ἀντεῖχον οἱ Ἀθηναῖοι, ἔπειτα προελθόντες πέντε ἢ ἓξ σταδίους ἀνεπαύοντο ἐν τῷ πεδίῳ· ἀνεχώρησαν δὲ καὶ οἱ Συρακόσιοι ἀπ᾽ αὐτῶν ἐς τὸ ἑαυτῶν στρατόπεδον.
[7.80.1] Τῆς δὲ νυκτὸς τῷ Νικίᾳ καὶ Δημοσθένει ἐδόκει, ἐπειδὴ κακῶς σφίσι τὸ στράτευμα εἶχε τῶν τε ἐπιτηδείων πάντων ἀπορίᾳ ἤδη, καὶ κατατετραυματισμένοι ἦσαν πολλοὶ ἐν πολλαῖς προσβολαῖς τῶν πολεμίων γεγενημέναις, πυρὰ καύσαντας ὡς πλεῖστα ἀπάγειν τὴν στρατιάν, μηκέτι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ᾗ διενοήθησαν, ἀλλὰ τοὐναντίον ἢ οἱ Συρακόσιοι ἐτήρουν, πρὸς τὴν θάλασσαν. [7.80.2] ἦν δὲ ἡ ξύμπασα ὁδὸς αὕτη οὐκ ἐπὶ Κατάνης τῷ στρατεύματι, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἕτερον μέρος τῆς Σικελίας τὸ πρὸς Καμάριναν καὶ Γέλαν καὶ τὰς ταύτῃ πόλεις καὶ Ἑλληνίδας καὶ βαρβάρους. [7.80.3] καύσαντες οὖν πυρὰ πολλὰ ἐχώρουν ἐν τῇ νυκτί. καὶ αὐτοῖς, οἷον φιλεῖ καὶ πᾶσι στρατοπέδοις, μάλιστα δὲ τοῖς μεγίστοις, φόβοι καὶ δείματα ἐγγίγνεσθαι, ἄλλως τε καὶ ἐν νυκτί τε καὶ διὰ πολεμίας καὶ ἀπὸ πολεμίων οὐ πολὺ ἀπεχόντων ἰοῦσιν, ἐμπίπτει ταραχή· [7.80.4] καὶ τὸ μὲν Νικίου στράτευμα, ὥσπερ ἡγεῖτο, ξυνέμενέ τε καὶ προύλαβε πολλῷ, τὸ δὲ Δημοσθένους, τὸ ἥμισυ μάλιστα καὶ πλέον, ἀπεσπάσθη τε καὶ ἀτακτότερον ἐχώρει. [7.80.5] ἅμα δὲ τῇ ἕῳ ἀφικνοῦνται ὅμως πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐσβάντες ἐς τὴν ὁδὸν τὴν Ἑλωρίνην καλουμένην ἐπορεύοντο, ὅπως, ἐπειδὴ γένοιντο ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ Κακυπάρει, παρὰ τὸν ποταμὸν ἴοιεν ἄνω διὰ μεσογείας· ἤλπιζον γὰρ καὶ τοὺς Σικελοὺς ταύτῃ οὓς μετεπέμψαντο ἀπαντήσεσθαι. [7.80.6] ἐπειδὴ δ᾽ ἐγένοντο ἐπὶ τῷ ποταμῷ, ηὗρον καὶ ἐνταῦθα φυλακήν τινα τῶν Συρακοσίων ἀποτειχίζουσάν τε καὶ ἀποσταυροῦσαν τὸν πόρον. καὶ βιασάμενοι αὐτὴν διέβησάν τε τὸν ποταμὸν καὶ ἐχώρουν αὖθις πρὸς ἄλλον ποταμὸν τὸν Ἐρινεόν· ταύτῃ γὰρ οἱ ἡγεμόνες ἐκέλευον.

[7.78.4] Τη μέρα εκείνη οι Αθηναίοι βάδισαν σαράντα περίπου στάδια και στρατοπέδευσαν κοντά σ᾽ έναν λόφο. Την επομένη, πολύ πρωί, προχώρησαν άλλα είκοσι στάδια και κατέβηκαν σ᾽ ένα ίσιωμα όπου στρατοπέδευσαν, γιατί ήθελαν να πάρουν τρόφιμα από τους κατοίκους (το μέρος ήταν κατοικημένο) και να προμηθευτούν νερό για να το πάρουν μαζί τους. Για πολλά στάδια στον δρόμο που θα ακολουθούσαν, το νερό σπάνιζε. [7.78.5] Στο μεταξύ οι Συρακούσιοι είχαν προχωρήσει και έφραξαν με τείχος τον δρόμο που περνούσε από έναν απότομο λόφο με απότομες χαράδρες από τις δυο μεριές. Ονομαζόταν Ακραίον λέπας. [7.78.6] Την επομένη οι Αθηναίοι προχώρησαν. Το ιππικό και οι ακοντιστές των Συρακουσίων και των συμμάχων τους ήταν πολυάριθμοι από τις δυο μεριές του στρατού και τον παρενοχλούσε με ακόντια, τρέχοντας παράλληλα με τ᾽ άλογα. Οι Αθηναίοι πολέμησαν πολλήν ώρα, αλλά αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στο ίδιο στρατόπεδο όπου δεν βρήκαν πια τον ίδιο ανεφοδιασμό, γιατί το ιππικό του εχθρού τούς εμπόδιζε ν᾽ απομακρυνθούν.
[7.79.1] Αρκετά πρωί σήκωσαν το στρατόπεδο και άρχισαν πάλι την πορεία και άνοιξαν με την βία τον δρόμο προς τον λόφο που είχε οχυρωθεί με τείχος, αλλά βρήκαν μπροστά τους και απάνω από το τείχος το εχθρικό πεζικό παραταγμένο σε βάθος αρκετών ασπίδων, επειδή το μέρος ήταν στενό. [7.79.2] Οι Αθηναίοι έκαναν επίθεση και έγινε τειχομαχία. Τους χτυπούσαν πολλοί από τον λόφο που ήταν απότομος (και από ψηλά σημάδευαν πιο εύκολα) κι επειδή δεν μπόρεσαν να κυριέψουν το τείχος με την βία, γύρισαν πίσω και ξεκουράζονταν. [7.79.3] Έτυχε να πέσουν βροντές και βροχή, πράγμα αρκετά συχνό για την εποχή, κόντευε φθινόπωρο. Αυτό έριξε ακόμα περισσότερο το ηθικό των Αθηναίων που νόμιζαν ότι όλα αυτά συνέβαιναν για τον χαμό τους. [7.79.4] Ενώ αναπαύονταν, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι έστειλαν ένα μέρος του στρατού να φράξει με τείχος τον δρόμο απ᾽ τον οποίο είχαν περάσει, αλλά κι εκείνοι έστειλαν δικά τους τμήματα και τους εμπόδισαν. [7.79.5] Μετά απ᾽ αυτό έφυγαν με όλο τους τον στρατό, προχώρησαν πλησιάζοντας την πεδιάδα και κατασκήνωσαν. Την επομένη προχωρούσαν και οι Συρακούσιοι τους περικύκλωναν και τους χτυπούσαν από παντού. Τραυμάτιζαν πολλούς. Αν οι Αθηναίοι έκαναν επίθεση, αυτοί υποχωρούσαν, αν πάλι έφευγαν εκείνοι, τους ακολουθούσαν από κοντά και χτυπούσαν ιδίως τους τελευταίους, ώστε αν έτρεπαν σε φυγή μερικούς, θα έπιανε πανικός ολόκληρο τον στρατό. [7.79.6] Οι Αθηναίοι άντεξαν σ᾽ αυτό για πολύ κι έπειτα προχώρησαν πέντε ή έξι στάδια και αναπαύονταν στην πεδιάδα. Οι Συρακούσιοι έφυγαν κι αυτοί πίσω στο στρατόπεδό τους.
[7.80.1] Την νύχτα, επειδή ο στρατός ήταν σε κακή κατάσταση, χωρίς κανέναν ανεφοδιασμό και με πολλούς τραυματίες από τις πολλές εχθρικές επιθέσεις, ο Νικίας και ο Δημοσθένης αποφάσισαν ν᾽ ανάψουν όσο το δυνατόν περισσότερες φωτιές, να πάρουν τον στρατό και να πορευτούν, όχι πια προς την ίδια κατεύθυνση που είχαν αρχικά σχεδιάσει, αλλά προς τη θάλασσα, δηλαδή στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην όπου τους περίμεναν οι Συρακούσιοι. [7.80.2] Η γενική αυτή κατεύθυνση δεν οδηγούσε τον στρατό προς την Κατάνη, αλλά προς το άλλο τμήμα της Σικελίας, προς την Καμάρινα, την Γέλα και τις άλλες πολιτείες, ελληνικές και βαρβαρικές, της περιοχής. [7.80.3] Αφού, λοιπόν, άναψαν πολλές φωτιές, έφυγαν την νύχτα. Όπως συμβαίνει συχνά σε στρατό, και μάλιστα όταν είναι πολυάριθμος, και τον πιάνει φόβος και ταραχή καθώς βαδίζει νύχτα σ᾽ εχθρικό έδαφος και με τον εχθρό αρκετά κοντά, έπεσε μεγάλη ταραχή. [7.80.4] Το τμήμα του Νικία που το οδηγούσε ο ίδιος, διατήρησε την τάξη του, και προχώρησε πολύ. Το τμήμα του Δημοσθένη, που ήταν ο μισός στρατός και περισσότερο, αποσπάστηκε και προχωρούσε με αταξία. [7.80.5] Με την αυγή, όμως, έφτασαν στην θάλασσα, μπήκαν στην ονομαζομένη Ελωρίνη οδό και πορεύονταν με σκοπό να φτάσουν στον ποταμό Κακύπαρι και, ακολουθώντας τον, να βαδίσουν προς τα μεσόγεια. Ήλπιζαν ότι εκεί θα τους προϋπαντήσουν οι Σικελοί, στους οποίους είχαν στείλει μήνυμα. [7.80.6] Όταν έφτασαν στον ποταμό, βρήκαν κι εκεί μια φρουρά Συρακουσίων που έχτιζαν τείχος κι έβαζαν πασσάλους στο πέρασμα του ποταμού. Τους απώθησαν, πέρασαν το ποτάμι και βάδισαν προς άλλον ποταμό, τον Ερινεό. Αυτό τους συμβούλευαν οι οδηγοί.