Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (7.76.1-7.78.3)

[7.76.1] Ὁρῶν δὲ ὁ Νικίας τὸ στράτευμα ἀθυμοῦν καὶ ἐν μεγάλῃ μεταβολῇ ὄν, ἐπιπαριὼν ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἐθάρσυνέ τε καὶ παρεμυθεῖτο, βοῇ τε χρώμενος ἔτι μᾶλλον ἑκάστοις καθ᾽ οὓς γίγνοιτο ὑπὸ προθυμίας καὶ βουλόμενος ὡς ἐπὶ πλεῖστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν τι.
[7.77.1] «Καὶ ἐκ τῶν παρόντων, ὦ Ἀθηναῖοι καὶ ξύμμαχοι, ἐλπίδα χρὴ ἔχειν (ἤδη τινὲς καὶ ἐκ δεινοτέρων ἢ τοιῶνδε ἐσώθησαν), μηδὲ καταμέμφεσθαι ὑμᾶς ἄγαν αὐτοὺς μήτε ταῖς ξυμφοραῖς μήτε ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθίαις. [7.77.2] κἀγώ τοι οὐδενὸς ὑμῶν οὔτε ῥώμῃ προφέρων (ἀλλ᾽ ὁρᾶτε δὴ ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου) οὔτ᾽ εὐτυχίᾳ δοκῶν που ὕστερός του εἶναι κατά τε τὸν ἴδιον βίον καὶ ἐς τὰ ἄλλα, νῦν ἐν τῷ αὐτῷ κινδύνῳ τοῖς φαυλοτάτοις αἰωροῦμαι· καίτοι πολλὰ μὲν ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι, πολλὰ δὲ ἐς ἀνθρώπους δίκαια καὶ ἀνεπίφθονα. [7.77.3] ἀνθ᾽ ὧν ἡ μὲν ἐλπὶς ὅμως θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, αἱ δὲ ξυμφοραὶ οὐ κατ᾽ ἀξίαν δὴ φοβοῦσιν. τάχα δὲ ἂν καὶ λωφήσειαν· ἱκανὰ γὰρ τοῖς τε πολεμίοις ηὐτύχηται, καὶ εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν, ἀποχρώντως ἤδη τετιμωρήμεθα. [7.77.4] ἦλθον γάρ που καὶ ἄλλοι τινὲς ἤδη ἐφ᾽ ἑτέρους, καὶ ἀνθρώπεια δράσαντες ἀνεκτὰ ἔπαθον. καὶ ἡμᾶς εἰκὸς νῦν τά τε ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἐλπίζειν ἠπιώτερα ἕξειν (οἴκτου γὰρ ἀπ᾽ αὐτῶν ἀξιώτεροι ἤδη ἐσμὲν ἢ φθόνου), καὶ ὁρῶντες ὑμᾶς αὐτοὺς οἷοι ὁπλῖται ἅμα καὶ ὅσοι ξυντεταγμένοι χωρεῖτε μὴ καταπέπληχθε ἄγαν, λογίζεσθε δὲ ὅτι αὐτοί τε πόλις εὐθύς ἐστε ὅποι ἂν καθέζησθε καὶ ἄλλη οὐδεμία ὑμᾶς τῶν ἐν Σικελίᾳ οὔτ᾽ ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως οὔτ᾽ ἂν ἱδρυθέντας που ἐξαναστήσειεν. [7.77.5] τὴν δὲ πορείαν ὥστ᾽ ἀσφαλῆ καὶ εὔτακτον εἶναι αὐτοὶ φυλάξατε, μὴ ἄλλο τι ἡγησάμενος ἕκαστος ἢ ἐν ᾧ ἂν ἀναγκασθῇ χωρίῳ μάχεσθαι, τοῦτο καὶ πατρίδα καὶ τεῖχος κρατήσας ἕξειν. [7.77.6] σπουδὴ δὲ ὁμοίως καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν ἔσται τῆς ὁδοῦ· τὰ γὰρ ἐπιτήδεια βραχέα ἔχομεν, καὶ ἢν ἀντιλαβώμεθά του φιλίου χωρίου τῶν Σικελῶν (οὗτοι γὰρ ἡμῖν διὰ τὸ Συρακοσίων δέος ἔτι βέβαιοι εἰσίν), ἤδη νομίζετε ἐν τῷ ἐχυρῷ εἶναι. προπέπεμπται δ᾽ ὡς αὐτούς, καὶ ἀπαντᾶν εἰρημένον καὶ σιτία ἄλλα κομίζειν.
[7.77.7] «Τό τε ξύμπαν γνῶτε, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἀναγκαῖόν τε ὂν ὑμῖν ἀνδράσιν ἀγαθοῖς γίγνεσθαι ὡς μὴ ὄντος χωρίου ἐγγὺς ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε καί, ἢν νῦν διαφύγητε τοὺς πολεμίους, οἵ τε ἄλλοι τευξόμενοι ὧν ἐπιθυμεῖτέ που ἐπιδεῖν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως καίπερ πεπτωκυῖαν ἐπανορθώσοντες· ἄνδρες γὰρ πόλις, καὶ οὐ τείχη οὐδὲ νῆες ἀνδρῶν κεναί.»
[7.78.1] Ὁ μὲν Νικίας τοιάδε παρακελευόμενος ἅμα ἐπῄει τὸ στράτευμα, καὶ εἴ πῃ ὁρῴη διεσπασμένον καὶ μὴ ἐν τάξει χωροῦν ξυνάγων καὶ καθιστάς, καὶ ὁ Δημοσθένης οὐδὲν ἧσσον τοῖς καθ᾽ ἑαυτὸν τοιαῦτά τε καὶ παραπλήσια λέγων. [7.78.2] τὸ δὲ ἐχώρει ἐν πλαισίῳ τεταγμένον, πρῶτον μὲν ἡγούμενον τὸ Νικίου, ἐφεπόμενον δὲ τὸ Δημοσθένους· τοὺς δὲ σκευοφόρους καὶ τὸν πλεῖστον ὄχλον ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῖται. [7.78.3] καὶ ἐπειδή [τε] ἐγένοντο ἐπὶ τῇ διαβάσει τοῦ Ἀνάπου ποταμοῦ, ηὗρον ἐπ᾽ αὐτῷ παρατεταγμένους τῶν Συρακοσίων καὶ ξυμμάχων, καὶ τρεψάμενοι αὐτοὺς καὶ κρατήσαντες τοῦ πόρου ἐχώρουν ἐς τὸ πρόσθεν· οἱ δὲ Συρακόσιοι παριππεύοντές τε προσέκειντο καὶ ἐσακοντίζοντες οἱ ψιλοί.

[7.76.1] Ο Νικίας, βλέποντας ότι ο στρατός είχε χάσει εντελώς το θάρρος του και ότι το ηθικό του είχε πέσει εντελώς, πήγαινε από μονάδα σε μονάδα, τους ενθάρρυνε και τους εγκαρδίωνε, όσο το επέτρεπαν οι περιστάσεις. Η προσπάθειά του να τους ωφελήσει όσο μπορούσε τον έκανε να υψώνει τη φωνή κάθε φορά που περνούσε μπρος από μια μονάδα και να μιλάει δυνατά, για να τους επηρεάσει πιο πολύ.
[7.77.1] «Αθηναίοι και σύμμαχοι! Ακόμα και στην κατάσταση που βρισκόμαστε πρέπει να διατηρούμε την ελπίδα. Και άλλοι έχουν σωθεί από χειρότερους κινδύνους. Και μην κατηγορείτε τους εαυτούς σας για τις συμφορές και τα όσα υποφέρετε σήμερα που δεν τα αξίζετε. [7.77.2] Εγώ ο ίδιος δεν είμαι σε καλύτερη κατάσταση από κανέναν από σας —βλέπετε πώς με έχει καταντήσει η αρρώστια— αλλά και κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τον ευνόησε περισσότερο η τύχη από ό,τι ευνόησε εμένα, και στην ιδιωτική μου ζωή και στα άλλα. Αλλά τώρα, να που βρίσκομαι κι εγώ στον ίδιο κίνδυνο με τους πιο ταπεινούς από σας. Και όμως, όλη μου την ζωή τίμησα κατά τις συνήθειες τους θεούς, έκανα πολλά καλά σε ανθρώπους και δεν προκάλεσα τον φθόνο. [7.77.3] Γι᾽ αυτό και είναι μεγάλες οι ελπίδες μου για το μέλλον και δεν με φοβίζουν τόσο οι συμφορές μας που δεν τις αξίζουμε. Και ίσως αυτές οι συμφορές σταματήσουν, γιατί αρκετά ο εχθρός ευνοήθηκε απ᾽ την τύχη και αν ίσως εκστρατεύοντας, προκαλέσαμε τον φθόνο των θεών, αρκετά πια τιμωρηθήκαμε. [7.77.4] Και άλλοι ξεκίνησαν εναντίον ξένων και αφού έκαναν όσα είναι μέσα στην ανθρώπινη τάξη, έπαθαν ανεκτές συμφορές, και είναι τώρα φυσικό να ελπίζομε ότι οι θεοί θα φανούν πιο ήπιοι απέναντί μας, γιατί τώρα αξίζομε περισσότερο τον οίκτο τους παρά τον φθόνο τους. Κοιτάξτε όμως τους ίδιους τους εαυτούς σας: πολυάριθμοι οπλίτες, που θα πορευθείτε σε πυκνή παράταξη, μην παρασύρεστε από υπερβολική απελπισία και σκεφθείτε ότι σ᾽ όποιο μέρος κι αν στρατοπεδεύσετε, θα δημιουργείτε ευθύς μια πολιτεία και ότι καμιά άλλη πολιτεία δεν υπάρχει στην Σικελία που να μπορεί εύκολα ν᾽ αμυνθεί, αν της επιτεθείτε ή να σας διώξει αν έχετε εγκατασταθεί κάπου. [7.77.5] Για να είναι η πορεία μας ασφαλής και με τάξη, πρέπει εσείς να προσέξετε και να σκέπτεστε ο καθένας ότι όπου κι αν αναγκαστεί να πολεμήσει, εκεί και θα έχει πατρίδα και οχυρό, αν νικήσει. [7.77.6] Η πορεία θα είναι σύντονη και μέρα και νύχτα, γιατί έχομε λίγες προμήθειες. Και αν κατορθώσομε να φτάσομε σε φιλική περιοχή των Σικελών, οι οποίοι από φόβο των Συρακουσίων είναι ακόμη βέβαιοι φίλοι μας, τότε θα πρέπει να θεωρείτε τον εαυτό σας ασφαλισμένο. Τους στείλαμε άλλωστε μήνυμα και τους είπαμε να έρθουν να μας προϋπαντήσουν και να έχουν τρόφιμα μαζί τους. [7.77.7] Με μια λέξη μάθετε, στρατιώτες, ότι είναι ανάγκη για σας να φανείτε ανδρείοι, γιατί δεν υπάρχει εδώ κοντά τόπος όπου να μπορείτε να καταφύγετε, αν δειλιάσετε. Και αν τώρα ξεφύγετε απ᾽ τον εχθρό, θα μπορέσετε τότε όλοι να φθάσετε στα μέρη που ο καθένας θέλει να ξαναδεί και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι θα μπορέσουν ν᾽ ανορθώσουν παρόλον ότι τώρα έχει μειωθεί, την μεγάλη δύναμη της πολιτείας τους. Οι άνδρες αποτελούν την πολιτεία και όχι τα τείχη ή τα καράβια».
[7.78.1] Αυτά τα προτρεπτικά έλεγε ο Νικίας και ταυτόχρονα επιθεωρούσε το στράτευμα και αν έβλεπε κάπου ότι προχωρούσε ακατάστατα και με διασπασμένη την παράταξη, έβαζε τους στρατιώτες σε τάξη και πύκνωνε την φάλαγγα. Το ίδιο έκανε και ο Δημοσθένης με τους στρατιώτες του και τους έλεγε παρόμοια λόγια. [7.78.2] Ο στρατός βάδιζε σε παράταξη τετραγώνου. Πρώτο πήγαινε το τμήμα του Νικία και ακολουθούσε το τμήμα του Δημοσθένους. Οι οπλίτες πλαισίωναν τα σκευοφόρα και τους περισσότερους βοηθητικούς. [7.78.3] Όταν έφθασαν στην διάβαση του ποταμού Ανάπου, βρήκαν παραταγμένες για μάχη μονάδες των Συρακουσίων και των συμμάχων τους. Τους απώθησαν, κυρίεψαν την διάβαση και εξακολούθησαν την πορεία τους. Αλλά οι Συρακούσιοι τους παρακολούθησαν με το ιππικό τους και τους ψιλούς που έριχναν ακόντια.