[7.69.1] Αυτά είπαν οι στρατηγοί των Συρακουσίων και ο Γύλιππος στους στρατιώτες και όταν είδαν ότι οι Αθηναίοι επιβίβαζαν τα πληρώματά τους στα καράβια, επιβίβασαν και τα δικά τους. [7.69.2] Ο Νικίας βρισκόταν σε αμηχανία για την κατάσταση. Έβλεπε πόσος ήταν ο κίνδυνος και πόσο ήταν άμεσος, αφού εκείνη την στιγμή θ᾽ ανοιγόταν ο στόλος στην θάλασσα. Νόμισε, όπως συμβαίνει στις πολύ κρίσιμες συγκρούσεις, ότι δεν είχαν γίνει όπως έπρεπε όλες οι προετοιμασίες και ότι δεν είχαν δοθεί αρκετές οδηγίες στον στρατό. Κάλεσε, λοιπόν, όλους τους τριηράρχους έναν έναν με τ᾽ όνομά του, τ᾽ όνομα του πατέρα του και της φυλής του και τους παρότρυνε, αν είχαν κάνει, κάποτε, ένα κατόρθωμα οι ίδιοι, να μην το εξευτελίσουν, αν είχαν δοξασμένους προγόνους να μην αμαυρώσουν τις αρετές τους. Τους θύμισε ότι είχαν την πιο φιλελεύθερη πατρίδα, όπου ο καθένας μπορούσε ν᾽ ακολουθήσει, χωρίς κανένα εξαναγκασμό, τον τρόπο ζωής που ήθελε. Πρόσθετε και τα όσα, σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, λένε οι άνθρωποι χωρίς να προσέχουν να μην επαναλαμβάνουν τριμμένες κοινοτοπίες που λέγονται (με τον ίδιο τρόπο, περίπου, σε αποφασιστικές περιστάσεις) για τις γυναίκες, τα παιδιά και τους πατρώους θεούς, πράγματα, όμως, που θεωρούν χρήσιμα να λέγονται απάνω στην αμηχανία της στιγμής. [7.69.3] Έτσι και ο Νικίας, αφού τους είπε τα απαραίτητα και πολύ λιγότερα από όσα θεωρούσε αναγκαία, πήρε μαζί του το πεζικό και το παράταξε στην παραλία, στο μεγαλύτερο δυνατό μέτωπο, ώστε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στα πληρώματα του στόλου και να τους δώσει θάρρος. [7.69.4] Ο Δημοσθένης, ο Μένανδρος και ο Ευθύδημος —αρχηγοί του αθηναϊκού στόλου— ανοίχτηκαν από το στρατόπεδο και οδήγησαν αμέσως τον στόλο προς το φράγμα του λιμανιού και το στενό πέρασμα που είχε απομείνει, με σκοπό να εκβιάσουν την έξοδο. [7.70.1] Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους είχαν βγει πρωτύτερα με καράβια, περίπου τα ίδια σε αριθμό όσα και πριν. Ένα τμήμα του στόλου τους φύλαγε το πέρασμα και το άλλο τμήμα ήταν παραταγμένο κυκλικά μέσα στο λιμάνι, σε τρόπο ώστε να ορμήσουν από παντού απάνω στους Αθηναίους. Το πεζικό πήρε κι αυτό θέση, ώστε να μπορεί να βρεθεί στα σημεία όπου τα καράβια θα έπεφταν στην στεριά. Αρχηγοί του στόλου των Συρακουσίων ήσαν οι Συρακούσιοι Σικανός και Αγάθαρχος, που είχαν στις διαταγές τους ο καθένας μια πτέρυγα, και ο Κορίνθιος Πυθήν που είχε το κέντρο. [7.70.2] Οι Αθηναίοι είχαν φτάσει στο φράγμα και με την πρώτη ορμή τους νίκησαν τα καράβια που το φύλαγαν και δοκίμαζαν να κόψουν τις αλυσίδες. Αλλά μετά οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους έκαναν επίθεση από παντού και δεν γινόταν πια ναυμαχία μόνο μπροστά στο φράγμα, αλλά σ᾽ όλο το λιμάνι. Ήταν η σφοδρότερη απ᾽ όσες είχαν γίνει. [7.70.3] Κι από τις δυο μεριές οι ναύτες υπάκουαν με μεγάλο ζήλο και ορμούσαν επάνω στον εχθρό με το πρόσταγμα και οι κυβερνήτες αμιλλώνταν και ανταγωνίζονταν σε ελιγμούς. Οι αρματωμένοι στα καταστρώματα πολεμούσαν με ορμή, όταν ένα καράβι έπεφτε απάνω στ᾽ άλλο, για να δείξουν ότι δεν υστερούσαν από το υπόλοιπο πλήρωμα. Ο καθένας εκεί που είχε ταχθεί προσπαθούσε ν᾽ αναδειχθεί ο καλύτερος. [7.70.4] Συμπλέχτηκαν πολλά καράβια σε περιορισμένο χώρο (ποτέ πριν τόσα καράβια δεν πολέμησαν σε τόσο στενό χώρο, γιατί ήσαν μόλις κάτι λιγότερο από διακόσια) και έγιναν λίγες επιθέσεις με το έμβολο, τόσο επειδή δεν μπορούσαν να οπισθοχωρήσουν για να πάρουν φόρα, όσο κι επειδή δεν μπορούσαν να περνούν ανάμεσα στα εχθρικά καράβια. Ενώ συνέβαινε πολύ περισσότερο να πέσει τυχαία καράβι απάνω σε καράβι ή επειδή προσπαθούσε να ξεφύγει ή επειδή ορμώντας επάνω σε εχθρικό καράβι έπεφτε σε άλλα απάνω. [7.70.5] Όσο ένα καράβι που έκανε επίθεση προχωρούσε εναντίον άλλου καραβιού, οι οπλίτες του καραβιού αυτού έριχναν από το κατάστρωμα πολλά ακόντια και βέλη και σφενδονόπετρες και όταν πια έπεφταν πλάι το ένα στο άλλο, οι οπλίτες έρχονταν στα χέρια και προσπαθούσαν να περάσουν στο εχθρικό καράβι. [7.70.6] Σε πολλά σημεία εξαιτίας του στενού χώρου, συνέβαινε καράβια να τσακίζουν με το έμβολο εχθρικά καράβια και να τσακίζονται τα ίδια από εχθρικό καράβι κι έτσι δύο καράβια ή και περισσότερα έμεναν αγκιστρωμένα γύρω από ένα κι έπρεπε οι κυβερνήτες να φυλάγονται, αλλά και να κάνουν επίθεση, και τούτο όχι μόνο σ᾽ ένα σημείο, αλλά παντού μαζί ενώ ήταν μεγάλη η βοή από τα τόσα καράβια που έπεφταν το ένα απάνω στ᾽ άλλο και προκαλούσε τον φόβο, εμποδίζοντας τα πληρώματα ν᾽ ακούνε τα παραγγέλματα των κελευστών. [7.70.7] Σηκωνόταν μεγάλη βοή από τις ενθαρρυντικές φωνές των κελευστών στα πληρώματα, τόσο για τους τεχνικούς ελιγμούς όσο και για την παρόρμηση για την νίκη. Οι Αθηναίοι φώναζαν ότι έπρεπε να εκβιάσουν την έξοδο και ότι έπρεπε τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να πολεμήσουν με μανία για να σωθούν και να γυρίσουν στην πατρίδα. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι φώναζαν ότι σπουδαίος ήταν ο αγώνας, για να τους εμποδίσουν να φύγουν και να δοξάσουν την πατρίδα τους με την νίκη. [7.70.8] Και από τις δυο μεριές, οι στρατηγοί, αν έβλεπαν ένα καράβι να υποχωρεί χωρίς να πιέζεται πολύ, φώναζαν τον τριήραρχο με τ᾽ όνομά του και τον ρωτούσαν, οι μεν Αθηναίοι, αν θεωρούσε την εχθρική αυτή γη πιο δική του για να υποχωρεί προς αυτήν, παρά τη θάλασσα στην οποία είχαν κατορθώσει να κυριαρχήσουν με τόσους κόπους, οι δε Συρακούσιοι, αν ξέροντας ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν άλλο σκοπό παρά τη φυγή, θα έφευγαν μπροστά σ᾽ έναν εχθρό που ήθελε να ξεφύγει. [7.71.1] Στην στεριά, το πεζικό και των δύο παρατάξεων βρισκόταν σε μεγάλη αγωνία και παρακολουθούσε με ένταση την αμφίβολη ναυμαχία. Οι Συρακούσιοι ανυπομονούσαν για να επιτύχουν ακόμα μεγαλύτερη νίκη, οι Αθηναίοι αγωνιούσαν μήπως βρεθούν σε χειρότερη κατάσταση από την τωρινή. [7.71.2] Επειδή, για τους Αθηναίους, τα πάντα εξαρτιόνταν από τον στόλο, ο φόβος τους για το μέλλον δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτε και καθώς ήσαν παραταγμένοι ανώμαλα, παρακολουθούσαν διαφορετικά ο καθένας την ναυμαχία. [7.71.3] Η σύγκρουση γινόταν σε μικρή απόσταση και δεν κοίταζαν όλοι στο ίδιο σημείο και αν μερικοί έβλεπαν τους δικούς τους να νικούν σ᾽ ένα σημείο, αναθαρρούσαν και παρακαλούσαν τους θεούς να μην τους στερήσουν την σωτηρία. Αν άλλοι έβλεπαν τους δικούς τους να νικώνται, άρχιζαν να θρηνούν φωνάζοντας και ν᾽ αποθαρρύνονται με το θέαμα αυτό πολύ περισσότερο από εκείνους που πολεμούσαν. Άλλοι κοιτάζοντας στο σημείο όπου η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη, παρακολουθούσαν με μεγάλη αγωνία τη μάχη που έμενε τόσην ώρα αμφίβολη και, με τις κινήσεις του σώματός τους, εκδήλωναν την ταραχή της ψυχής τους, γιατί από στιγμή σε στιγμή φαινόταν ή ότι θα ξεφύγουν ή ότι θα καταστραφούν. [7.71.4] Στον στρατό των Αθηναίων, όσο η ναυμαχία δεν είχε κριθεί, άκουγε κανείς τα πάντα μαζί, θρήνους, βοή από νικητές ή νικημένους και άλλες διάφορες φωνές που ακούγονται σε μεγάλο στρατόπεδο σε ώρα μεγάλου κινδύνου. [7.71.5] Παραπλήσια αισθήματα συντάραζαν και τα πληρώματα του στόλου έως την στιγμή που, μετά από πολύωρη ναυμαχία, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους έτρεψαν σε φυγή τους Αθηναίους και νικώντας λαμπρά, τους κυνήγησαν, με πολλές φωνές και προστάγματα και τους καταδίωξαν στη στεριά. [7.71.6] Τότε ο στόλος σκόρπισε. Όσα καράβια δεν αιχμαλωτίστηκαν στ᾽ ανοιχτά, πήγαν άλλα από την μια μεριά, άλλα από την άλλη, και ξέπεσαν στο στρατόπεδο. Τα αισθήματα πια του πεζικού στρατού δεν ήσαν ανάμεικτα, αλλά άρχισαν όλοι μεμιάς να θρηνούν και να φωνάζουν και δεν μπορούσαν να βαστάξουν την καταστροφή. Άλλοι έτρεξαν να υπερασπίσουν τα καράβια, άλλοι έτρεξαν να φρουρήσουν το τείχος και άλλοι, οι περισσότεροι, δεν σκέπτονταν παρά τον εαυτό τους και πώς να σωθούν. [7.71.7] Και την πρώτη εκείνη στιγμή δημιουργήθηκε πανικός μεγαλύτερος από κάθε άλλη περίσταση. Πάθαιναν τα ίδια που είχαν προκαλέσει στην Πύλο, γιατί τότε, όταν οι Λακεδαιμόνιοι είχαν χάσει τα καράβια τους, έχασαν μαζί και τους οπλίτες που είχαν πάει στο νησί. Και τώρα δεν υπήρχε για τους Αθηναίους ελπίδα να σωθούν από στεριά, έκτος αν συνέβαινε κάτι έξω από κάθε λογική πρόβλεψη. |