Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Σόλων (30.1-30.8)


[30.1] Ἐπεὶ δὲ κατατρώσας αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ Πεισίστρατος καθῆκεν εἰς ἀγορὰν ἐπὶ ζεύγους κομιζόμενος, καὶ παρώξυνε τὸν δῆμον ὡς διὰ τὴν πολιτείαν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐπιβεβουλευμένος, καὶ πολλοὺς εἶχε ‹τοὺς συν›αγανακτοῦντας καὶ βοῶντας, προσελθὼν ἐγγὺς ὁ Σόλων καὶ παραστάς «οὐ καλῶς» εἶπεν «ὦ παῖ Ἱπποκράτους, ὑποκρίνῃ τὸν Ὁμηρικὸν Ὀδυσσέα· ταὐτὰ γὰρ ποιεῖς τοὺς πολίτας παρακρουόμενος, οἷς ἐκεῖνος τοὺς πολεμίους ἐξηπάτησεν, αἰκισάμενος ἑαυτόν». [30.2] ἐκ τούτου τὸ μὲν πλῆθος ἦν ἕτοιμον ὑπερμαχεῖν τοῦ Πεισιστράτου, καὶ συνῆλθεν εἰς ἐκκλησίαν ὁ δῆμος. [30.3] Ἀρίστωνος δὲ γράψαντος ὅπως δοθῶσι πεντήκοντα κορυνηφόροι τῷ Πεισιστράτῳ φυλακὴ τοῦ σώματος, ἀντεῖπεν ὁ Σόλων ἀναστάς, καὶ πολλὰ διεξῆλθεν ὅμοια τούτοις οἷς διὰ τῶν ποιημάτων γέγραφεν·
εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς ἔπη αἱμύλου ἀνδρός.
ὑμῶν δ᾽ εἷς μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει,
σύμπασιν δ᾽ ὑμῖν χαῦνος ἔνεστι νόος.
[30.4] ὁρῶν δὲ τοὺς μὲν πένητας ὡρμημένους χαρίζεσθαι τῷ Πεισιστράτῳ καὶ θορυβοῦντας, τοὺς δὲ πλουσίους ἀποδιδράσκοντας καὶ ἀποδειλιῶντας, ἀπῆλθεν εἰπὼν ὅτι τῶν μέν ἐστι σοφώτερος, τῶν δ᾽ ἀνδρειότερος· σοφώτερος μὲν τῶν μὴ συνιέντων τὸ πραττόμενον, ἀνδρειότερος δὲ τῶν συνιέντων μέν, ἐναντιοῦσθαι δὲ τῇ τυραννίδι φοβουμένων. [30.5] τὸ δὲ ψήφισμα κυρώσας ὁ δῆμος οὐδὲ περὶ τοῦ πλήθους ἔτι τῶν κορυνηφόρων διεμικρολογεῖτο πρὸς τὸν Πεισίστρατον, ἀλλ᾽ ὅσους ἐβούλετο τρέφοντα καὶ συνάγοντα φανερῶς περιεώρα, μέχρι τὴν ἀκρόπολιν κατέσχε. [30.6] γενομένου δὲ τούτου καὶ τῆς πόλεως συνταραχθείσης, ὁ μὲν Μεγακλῆς εὐθὺς ἔφυγε μετὰ τῶν ἄλλων Ἀλκμαιωνιδῶν, ὁ δὲ Σόλων ἤδη μὲν ἦν σφόδρα γέρων καὶ τοὺς βοηθοῦντας οὐκ εἶχεν, ὅμως δὲ προῆλθεν εἰς ἀγορὰν καὶ διελέχθη πρὸς τοὺς πολίτας, τὰ μὲν κακίζων τὴν ἀβουλίαν αὐτῶν καὶ μαλακίαν, τὰ δὲ παροξύνων ἔτι καὶ παρακαλῶν μὴ προέσθαι τὴν ἐλευθερίαν· ὅτε καὶ τὸ μνημονευόμενον εἶπεν, ὡς πρώην μὲν ἦν αὐτοῖς εὐμαρέστερον τὸ κωλῦσαι τὴν τυραννίδα συνισταμένην, νῦν δὲ μεῖζόν ἐστι καὶ λαμπρότερον ἐκκόψαι καὶ ἀνελεῖν συνεστῶσαν ἤδη καὶ πεφυκυῖαν. [30.7] οὐδενὸς δὲ προσέχοντος αὐτῷ διὰ τὸν φόβον, ἀπῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἑαυτοῦ, καὶ λαβὼν τὰ ὅπλα καὶ πρὸ τῶν θυρῶν θέμενος εἰς τὸν στενωπόν, «ἐμοὶ μέν» εἶπεν «ὡς δυνατὸν ἦν βεβοήθηται τῇ πατρίδι καὶ τοῖς νόμοις». [30.8] καὶ τὸ λοιπὸν ἡσυχίαν ἦγε, καὶ τῶν φίλων φεύγειν παραινούντων οὐ προσεῖχεν, ἀλλὰ ποιήματα γράφων ὠνείδιζε τοῖς Ἀθηναίοις·
εἰ δὲ πεπόνθατε λυγρὰ δι᾽ ὑμετέρην κακότητα,
μὴ θεοῖσιν τούτων μῆνιν ἐπαμφέρετε.
αὐτοὶ γὰρ τούτους ηὐξήσατε ῥύματα δόντες,
καὶ διὰ ταῦτα κακὴν ἔσχετε δουλοσύνην.


[30.1] Κάποτε ο Πεισίστρατος αυτοτραυματίστηκε και ήρθε στην αγορά μεταφερόμενος πάνω σε άμαξα· προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον λαό ότι τάχα έγινε στόχος των εχθρών του για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Παρέσυρε πολλούς που αγανακτούσαν μαζί του και φώναζαν· τότε τον πλησίασε ο Σόλων, στάθηκε κοντά του και του είπε: «γιε του Ιπποκράτη, δεν υποκρίνεσαι σωστά τον ομηρικό Οδυσσέα· γιατί εσύ ξεγελάς τους πολίτες με τα ίδια μέσα με τα οποία εκείνος εξαπάτησε τους εχθρούς αυτοτραυματιζόμενος επίτηδες». [30.2] Ωστόσο ο λαός, εξαιτίας αυτού του περιστατικού, ήταν έτοιμος να προστατεύσει τον Πεισίστρατο και συγκλήθηκε Εκκλησία του Δήμου. [30.3] Και όταν ο Αρίστων πρότεινε να δοθούν στον Πεισίστρατο πενήντα ροπαλοφόροι ως σωματοφύλακές του, σηκώθηκε ο Σόλων και αντέδρασε. Είπε πολλά όμοια με εκείνα που είχε γράψει στα ποιήματά του:
Προσοχή στη γλώσσα και στα λόγια δόλιου ανθρώπου·
ο καθένας σας χωριστά βαδίζει στα ίχνη αλεπούς,
αλλά όλοι σας, ως σύνολο, είστε πολύ αφελείς.
[30.4] Βλέποντας ο Σόλων από τη μια τους φτωχούς να είναι αποφασισμένοι να ικανοποιήσουν τον Πεισίστρατο και να φωνασκούν, από την άλλη τους πλούσιους να αποχωρούν φοβισμένοι, έφυγε και ο ίδιος· είπε όμως ότι είναι σοφότερος από τους πρώτους και γενναιότερος από τους δεύτερους· πιο σοφός από αυτούς που δεν καταλάβαιναν αυτό που γινόταν, πιο γενναίος από εκείνους που καταλάβαιναν βέβαια, αλλά φοβούνταν να αντιδράσουν στην επιβολή τυραννίδας. [30.5] Μετά την κύρωση του ψηφίσματος του Αρίστωνα, ο λαός ούτε καν ασχολούνταν με τις λεπτομέρειες για τον αριθμό των ροπαλοφόρων του Πεισιστράτου και αδιαφορούσε βλέποντάς τον να συντηρεί φανερά και να συγκεντρώνει όσους ήθελε, μέχρι που κατέλαβε την Ακρόπολη. [30.6] Ύστερα από αυτό η πόλη έπεσε σε ταραχές. Ο Μεγακλής με τους άλλους Αλκμαιωνίδες έφυγε αμέσως από την πόλη. Ο Σόλων ήταν πια πολύ γέρος και δεν είχε τους ανθρώπους που θα του συμπαραστέκονταν· ωστόσο, εμφανίστηκε στην αγορά και μίλησε προς τους πολίτες· τους κάκισε για την ατολμία και τη νωθρότητά τους αλλά ακόμη και τώρα τους παρότρυνε και τους καλούσε να μη θυσιάσουν την ελευθερία τους. Τότε ήταν που είπε και αυτό που θα το θυμούνταν και αργότερα, ότι νωρίτερα που η τυραννίδα ετοιμαζόταν ήταν πιο εύκολο να εμποδίσουν την επιβολή της, σήμερα όμως που έχει επιβληθεί και έχει ριζώσει για καλά είναι μεγαλύτερο και πιο λαμπρό κατόρθωμα να την ξεριζώσουν και να την ανατρέψουν. [30.7] Καθώς όμως κανένας δεν του έδινε σημασία από φόβο, γύρισε στο σπίτι του και, αφού πήρε τα όπλα του και τα έβαλε στο στενό μπροστά στην αυλόπορτα, είπε: «Από εμένα έχει προσφερθεί κάθε δυνατή βοήθεια και στην πατρίδα και στους νόμους». [30.8] Μετά ζούσε ήρεμα· και, ενώ οι φίλοι του τον προέτρεπαν να φύγει από την πόλη, δεν έδινε σημασία, αλλά συνέχιζε να γράφει ποιήματα και να ονειδίζει τους Αθηναίους·
εάν έχετε πάθει συμφορές από δική σας δειλία,
μη ρίχνετε γι᾽ αυτές το φταίξιμο στους θεούς.
Γιατί τους τυράννους μόνοι σας τους κάνατε ισχυρούς
δίνοντάς τους προστασία,
γι᾽ αυτό και πέσατε σε επαίσχυντη δουλεία.