ΒΙΒΛΙΟ Γ’ [3.1.1] Όταν έμαθαν οι Μυτιληνιοί για την καταδρομή των δέκα πλοίων (ήρθαν μερικοί από τα κτήματα και τους ανάφεραν τη λεηλασία) έκριναν ότι δεν μπορούσαν ν᾽ ανεχτούν τέτοια συμπεριφορά από τους Μηθυμνιώτες. Αποφάσισαν λοιπόν να πάρουν κι αυτοί τα όπλα εναντίον τους χωρίς αναβολή, [3.1.2] επιστρατεύοντας τρεις χιλιάδες οπλίτες και πεντακόσιους καβαλάρηδες και στέλνοντάς τους, με στρατηγό τον Ίππασο, από τη στεριά — γιατί φοβήθηκαν, χειμωνιάτικα, τη θάλασσα. [3.2.1] Στην πορεία του ο Ίππασος ούτε τα υποστατικά των Μηθυμνιωτών κούρσεψε, ούτε τα κοπάδια των βοσκών και το βιος των ζευγάδων άρπαξε, πιστεύοντας πως τέτοιες πράξεις ταιριάζουν σε ληστή κι όχι σε στρατηγό· αντί γι᾽ αυτά τράβηξε ολόισα για την ίδια τη Μήθυμνα, λογαριάζοντας να βρει τις πύλες αφύλαχτες και να εισβάλει στην πόλη. [3.2.2] Όταν έφτασε ωστόσο κάπου είκοσι χιλιόμετρα μακριά από τούτη, ήρθε να τον απαντήσει κήρυκας με πρόταση ανακωχής. [3.2.3] Οι Μηθυμνιώτες είχαν μάθει στο μεταξύ από τους αιχμαλώτους ότι ιδέα δεν είχαν οι Μυτιληνιοί για τα επεισόδια, κι ότι τούτα τα ᾽χαν δημιουργήσει ζευγάδες και βοσκοί, αγαναχτισμένοι με την αυθάδεια των νεαρών· μετανιωμένοι λοιπόν για την ασυλλόγιστα επιθετική τους στάση, οι Μηθυμνιώτες ήταν πρόθυμοι να δώσουν πίσω ό,τι είχαν αρπάξει, για να ελευθεροκοινωνήσουν και πάλι άφοβα με τη γειτονική τους πόλη και στη στεριά και στη θάλασσα. [3.2.4] Ο Ίππασος, αν και τον είχαν εκλέξει στρατηγό μ᾽ απόλυτη πληρεξουσιότητα, έστειλε τον κήρυκα στη Μυτιλήνη, ενώ ο ίδιος στρατοπέδευε κάπου δυο χιλιόμετρα έξω απ᾽ τη Μήθυμνα περιμένοντας οδηγίες από τους συμπολίτες του. [3.2.5] Ύστερα από δυο μέρες του ᾽φερε ο αγγελιαφόρος διαταγή να παραλάβει τα λάφυρα και να γυρίσει πίσω δίχως εχθροπραξίες: έχοντας να διαλέξουν ειρήνη ή πόλεμο, οι Μυτιληνιοί βρήκαν πιο συμφερτική την ειρήνη. [3.3.1] Έτσι τέλειωσε, το ίδιο αναπάντεχα όπως κι είχε αρχίσει, ο πόλεμος ανάμεσα στη Μήθυμνα και στη Μυτιλήνη. Κατόπι όμως ήρθε ο χειμώνας, που για τον Δάφνη και τη Χλόη στάθηκε δοκιμασία χειρότερη κι από τον πόλεμο. Έπεσε ξαφνικά πολύ χιόνι, που έφραξε όλους τους δρόμους κι ανάγκασε όλους τους χωρικούς να κλειστούν στα σπίτια τους. [3.3.2] Οι χείμαρροι κυλούσαν μανιασμένοι, τα νερά πάγωναν, τα δέντρα έμοιαζαν να σκεβρώνουν. Ξέσκεπο χώμα δε φαινόταν πουθενά, εξόν κοντά στις πηγές και στα ποτάμια. [3.3.3] Κανένας δεν πήγαινε κοπάδι να βοσκήσει, μήτε έβγαινε ο ίδιος από το σπίτι του. Άναβαν μεγάλες φωτιές από τα χαράματα κι άλλος έκλωθε λινάρι, άλλος έπλεκε γιδότριχες, άλλος μηχανευόταν παγίδες για πουλιά. [3.3.4] Είχαν και την έγνοια να ταΐζουν με άχυρο τις αγελάδες στο παχνί, με φυλλωσιές τα γιδοπρόβατα στις στάνες, με πουρνάρια και με βελανίδια τα γουρούνια στα μαντριά. [3.4.1] Κλεισμένοι καθώς ήταν όλοι θέλοντας και μη, οι άλλοι ζευγάδες και βοσκοί χαίρονταν που ξαπόσταιναν από τους κόπους, που μπορούσαν να τρων από το πρωί και να χορταίνουν ύπνο — τόσο που έβρισκαν το χειμώνα πιο γλυκό κι από το καλοκαίρι, κι από το φθινόπωρο, κι από την ίδια την άνοιξη. [3.4.2] Η Χλόη κι ο Δάφνης όμως, όσο θυμόνταν τις χαρές που ᾽χαν στερηθεί —πώς φιλιόνταν, πώς αγκαλιάζονταν, πώς έτρωγαν μαζί— περνούσαν νύχτες άγρυπνες και πονεμένες και πρόσμεναν την άνοιξη σαν ανάσταση νεκρών. [3.4.3] Τους ήταν πόνος ν᾽ αγγίξουνε ταγάρι απ᾽ όπου έτρωγαν άλλοτε οι δυο τους, να δουν καρδάρα απ᾽ όπου έπιναν — ή, παραπεταμένη, φλογέρα που είχε σταθεί δώρο αγάπης. [3.4.4] Προσεύχονταν λοιπόν στις Νύμφες και στον Πάνα να τους λυτρώσουν από τούτα τα βάσανα και να τους δείξουν επιτέλους, και στους ίδιους και στα ζώα, τον ήλιο. Ταυτόχρονα με τις προσευχές, ωστόσο, αποζητούσαν κάποιο τέχνασμα για να δουν ο ένας τον άλλον. [3.4.5] Η καημένη η Χλόη ούτε είχε ούτε μπορούσε να σκεφτεί κανέναν τρόπο: εκείνη που νόμιζε μάνα της δεν την άφηνε ούτε λεπτό από κοντά, παρά τη μάθαινε να ξαίνει το μαλλί και να γυρίζει τ᾽ αδράχτι και της μιλούσε για γάμο. Ο Δάφνης όμως, που και δουλειά δεν είχε και πιο έξυπνος από κορίτσι ήταν, σοφίστηκε την ακόλουθη πονηριά για να δει τη Χλόη. |