Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.131.1-1.133.4)

[1.131.1] Πέρσας δὲ οἶδα νόμοισι τοιοισίδε χρεωμένους, ἀγάλματα μὲν καὶ νηοὺς καὶ βωμοὺς οὐκ ἐν νόμῳ ποιευμένους ἱδρύεσθαι, ἀλλὰ τοῖσι ποιεῦσι μωρίην ἐπιφέρουσι, ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέειν, ὅτι οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεοὺς κατά περ οἱ Ἕλληνες εἶναι. [1.131.2] οἱ δὲ νομίζουσι Διὶ μὲν ἐπὶ τὰ ὑψηλότατα τῶν ὀρέων ἀναβαίνοντες θυσίας ἔρδειν, τὸν κύκλον πάντα τοῦ οὐρανοῦ Δία καλέοντες. θύουσι δὲ ἡλίῳ τε καὶ σελήνῃ καὶ γῇ καὶ πυρὶ καὶ ὕδατι καὶ ἀνέμοισι. [1.131.3] τούτοισι μὲν δὴ θύουσι μούνοισι ἀρχῆθεν, ἐπιμεμαθήκασι δὲ καὶ τῇ Οὐρανίῃ θύειν, παρά τε Ἀσσυρίων μαθόντες καὶ Ἀραβίων. καλέουσι δὲ Ἀσσύριοι τὴν Ἀφροδίτην Μύλιττα, Ἀράβιοι δὲ Ἀλιλάτ, Πέρσαι δὲ Μίτραν. [1.132.1] θυσίη δὲ τοῖσι Πέρσῃσι περὶ τοὺς εἰρημένους θεοὺς ἥδε κατέστηκε. οὔτε βωμοὺς ποιεῦνται οὔτε πῦρ ἀνακαίουσι μέλλοντες θύειν· οὐ σπονδῇ χρέωνται, οὐκὶ αὐλῷ, οὐ στέμμασι, οὐκὶ οὐλῇσι. τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλῃ, ἐς χῶρον καθαρὸν ἀγαγὼν τὸ κτῆνος καλέει τὸν θεὸν ἐστεφανωμένος τὸν τιάραν μυρσίνῃ μάλιστα. [1.132.2] ἑωυτῷ μὲν δὴ τῷ θύοντι ἰδίῃ μούνῳ οὔ οἱ ἐγγίνεται ἀρᾶσθαι ἀγαθά, ὁ δὲ τοῖσι πᾶσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι καὶ τῷ βασιλέϊ· ἐν γὰρ δὴ τοῖσι ἅπασι Πέρσῃσι καὶ αὐτὸς γίνεται. ἐπεὰν δὲ διαμιστύλας κατὰ μέρεα τὸ ἱρήιον ἑψήσῃ τὰ κρέα, ὑποπάσας ποίην ὡς ἁπαλωτάτην, μάλιστα δὲ τὸ τρίφυλλον, ἐπὶ ταύτης ἔθηκε ὦν πάντα ‹τὰ› κρέα. [1.132.3] διαθέντος δὲ αὐτοῦ μάγος ἀνὴρ παρεστεὼς ἐπαείδει θεογονίην, οἵην δὴ ἐκεῖνοι λέγουσι εἶναι τὴν ἐπαοιδήν· ἄνευ γὰρ δὴ μάγου οὔ σφι νόμος ἐστὶ θυσίας ποιέεσθαι. ἐπισχὼν δὲ ὀλίγον χρόνον ἀποφέρεται ὁ θύσας τὰ κρέα καὶ χρᾶται ὅ τι μιν λόγος αἱρέει. [1.133.1] ἡμέρην δὲ ἁπασέων μάλιστα ἐκείνην τιμᾶν νομίζουσι τῇ ἕκαστος ἐγένετο. ἐν ταύτῃ δὲ πλέω δαῖτα τῶν ἀλλέων δικαιεῦσι προτίθεσθαι· ἐν τῇ οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν βοῦν καὶ ἵππον καὶ κάμηλον καὶ ὄνον προτιθέαται ὅλους ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι, οἱ δὲ πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται. [1.133.2] σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι· καὶ διὰ τοῦτό φασι Πέρσαι τοὺς Ἕλληνας σιτεομένους πεινῶντας παύεσθαι, ὅτι σφι ἀπὸ δείπνου παραφορέεται οὐδὲν λόγου ἄξιον, εἰ δέ τι παραφέροιτο, ἐσθίοντας ἂν οὐ παύεσθαι. [1.133.3] οἴνῳ δὲ κάρτα προσκέαται, καί σφι οὐκ ἐμέσαι ἔξεστι, οὐκὶ οὐρῆσαι ἀντίον ἄλλου. ταῦτα μέν νυν οὕτω φυλάσσεται, μεθυσκόμενοι δὲ ἐώθασι βουλεύεσθαι τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων· [1.133.4] τὸ δ᾽ ἂν ἅδῃ σφι βουλευομένοισι, τοῦτο τῇ ὑστεραίῃ νήφουσι προτιθεῖ ὁ στέγαρχος, ἐν τοῦ ἂν ἐόντες βουλεύωνται. καὶ ἢν μὲν ἅδῃ καὶ νήφουσι, χρέωνται αὐτῷ, ἢν δὲ μὴ ἅδῃ, μετιεῖσι. τὰ δ᾽ ἂν νήφοντες προβουλεύσωνται, μεθυσκόμενοι ἐπιδιαγινώσκουσι.

[1.131.1] Ξέρω που οι Πέρσες έχουν τα ακόλουθα έθιμα: Δεν το έχουνε συνήθεια να φτιάχνουν και να στήνουνε αγάλματα και ναούς και βωμούς· αντίθετα όσους κάνουν τέτοια τους έχουν για μωρούς, κατά την γνώμη μου επειδή δεν πίστεψαν ποτέ τούς θεούς με ανθρώπινη μορφή, όπως λ.χ. οι Έλληνες. [1.131.2] Οι ίδιοι συνηθίζουν να ανεβαίνουν στα ψηλά βουνά και εκεί να προσφέρουν θυσίες στο Δία, αποκαλώντας Δία όλον τον ουράνιο θόλο. Κάνουν ακόμη θυσίες στον ήλιο και στη σελήνη, στη γη και στη φωτιά, στο νερό και στους ανέμους. [1.131.3] Σ᾽ αυτούς μονάχα τους θεούς θυσιάζουν από παλιά· αργότερα έμαθαν να θυσιάζουν και στην Ουρανία Αφροδίτη — κι αυτό το πήραν από τους Ασσυρίους και τους Άραβες. Οι Ασσύριοι ονομάζουν την Αφροδίτη Μύλιττα, οι Αράβιοι Αλιλάτ, οι Πέρσες Μίτρα.
[1.132.1] Ο τρόπος που οι Πέρσες θυσιάζουν στους παραπάνω θεούς είναι ο ακόλουθος: Δεν κάνουνε βωμούς, ούτε κι ανάβουν φωτιές από πάνω προκειμένου να θυσιάσουν· δεν κάνουνε σπονδές, ούτε χρησιμοποιούν αυλό, ούτε στεφάνια ούτε κριθάρια. Όταν κάποιος θέλει να θυσιάσει στον ένα ή τον άλλο θεό, οδηγεί το ζώο του σ᾽ ένα χώρο καθαρό και επικαλείται το θεό, έχοντας στεφανώσει την τιάρα του κυρίως με μυρτιά. [1.132.2] Δεν επιτρέπεται αυτός που θυσιάζει να εύχεται αποκλειστικά και μόνον για τον εαυτό του, για να του δώσει ο θεός αγαθά· αλλά προσεύχεται για το καλό όλων των Περσών και για του βασιλιά, αφού μέσα σ᾽ όλους τους Πέρσες συμπεριλαμβάνεται κι αυτός. Κι όταν κόψει το σφάγιο σε κομμάτια και βράσει τα κρέατα, στρώνει από κάτω χόρτο τρυφερό, κυρίως τριφύλλι, κι από πάνω βάζει όλα τα κρέατα. [1.132.3] Μετά από αυτή την τακτοποίηση, ένας μάγος, που είναι εκεί παρών, ψάλλει τη θεογονία· τέτοιο, όπως λένε οι ίδιοι, είναι το περιεχόμενο του άσματος. Χωρίς να παραστέκεται ένας μάγος, δεν επιτρέπεται σ᾽ αυτούς να κάνουνε θυσία. Ύστερα, αυτός που κάνει τη θυσία, περιμένει για λίγο· μετά παίρνει τα κρέατα μαζί του και τα χρησιμοποιεί κατά τη θέλησή του.
[1.133.1] Από όλες τις ημέρες συνηθίζουν να γιορτάζουν πιο πολύ οι Πέρσες την επέτειο των γενεθλίων τους. Τη μέρα αυτή θεωρούν δικαίωμά τους να στρώνουνε πιο πλούσιο τραπέζι από τις άλλες. Τότε οι πλούσιοι βάζουν στο φούρνο ολόκληρο ένα βόδι, ένα άλογο, μια καμήλα κι ένα γομάρι, και στρώνουν μ᾽ αυτά το τραπέζι τους· οι φτωχοί βάζουν στο τραπέζι τους μικρά ζώα. [1.133.2] Το κυρίως φαγητό τους δεν είναι πολύ, τρώνε όμως πολλά επιδόρπια, και όχι όλα μαζί, αλλά λίγα λίγα. Γι᾽ αυτόν το λόγο λένε οι Πέρσες για τους Έλληνες ότι σηκώνονται από το τραπέζι πεινασμένοι, γιατί ύστερα από το φαγητό δεν τους σερβίρεται τίποτε ξεχωριστό, κι αν τύχει και τους σερβιρίσουν, ε τότε δε σταματούν να τρώνε. [1.133.3] Πίνουν πολύ κρασί οι Πέρσες, και δεν τους επιτρέπεται να κάνουν εμετό ούτε να κατουρήσουν μπροστά στους άλλους. Αυτά τα έθιμα τα κρατούν. Από την άλλη μεριά συνηθίζουν να συζητούν τα πιο σοβαρά τους ζητήματα μεθυσμένοι. Το συμπέρασμα, που ύστερα από τη συζήτηση θα τους φανεί σωστό, αυτό το ίδιο, την επομένη μέρα που είναι ξεμέθυστοι, το φέρνει πάλι στη μέση ο οικοδεσπότης του σπιτιού, όπου συμβαίνει να είναι μαζεμένοι και να συζητούν. [1.133.4] Αν τύχει και τους αρέσει και τώρα που είναι νηφάλιοι, το βάζουνε σε πράξη, αν δεν τους αρέσει, το απορρίπτουν. Αν πάλι τύχει την πρώτη απόφαση να την έχουν πάρει ξεμέθυστοι, την ξανασυζητούν και μεθυσμένοι.