23. Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ [23.1] [Χωρίς αμφιβολία η καυχησιολογία θα φανεί ότι είναι η προσποίηση ανύπαρκτων αγαθών,] [23.2] ενώ ο καυχησιάρης το είδος του ανθρώπου που κάθεται στην προκυμαία (του Πειραιά) και διηγείται στους ξένους ότι έχει επενδύσει πολλά χρήματα στη θάλασσα. Αναπτύσσει με λεπτομέρειες τη δανειοδοτική του δραστηριότητα, πόσο μεγάλη είναι και πόσα ο ίδιος κέρδισε και έχασε. Κι ενώ καυχιέται υπερβολικά γι᾽ αυτά τα πράγματα, στέλνει συνάμα και το δούλο του στην τράπεζα, αν και έχει κατάθεση μιας δραχμής. [23.3] Είναι ικανός να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να πει σε κάποιον συνοδοιπόρο του στο δρόμο πώς εκστράτευσε με τον Αλέξανδρο και πώς ο Αλέξανδρος συμπεριφερόταν απέναντί του και πόσα ποτήρια στολισμένα με πολύτιμους λίθους αποκόμισε. Εκφράζει, μάλιστα, την άποψη ότι οι τεχνίτες της Ασίας είναι καλύτεροι από τους τεχνίτες της Ευρώπης. Κι όλα αυτά τα λέει, μολονότι δεν έχει πάει πουθενά έξω από την πόλη του. [23.4] Προσθέτει ότι έχει λάβει ήδη τρεις επιστολές από τον Αντίπατρο, οι οποίες τον καλούν να επισκεφτεί τη Μακεδονία, ότι ενώ του προσφέρθηκε το προνόμιο της εξαγωγής ξυλείας δίχως πληρωμή τελών, αυτός αρνήθηκε, για να μην μπορεί ούτε ένας να τον συκοφαντήσει επιπλέον ότι είναι περισσότερο απ᾽ όσο αρμόζει φίλος με τους Μακεδόνες. [23.5] Ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της σιτοδείας ξόδεψε πάνω από πέντε τάλαντα με το να δίνει στους άπορους πολίτες, γιατί τάχα δεν μπορεί να λέει όχι. [23.6] Όταν κάθεται παρέα με αγνώστους, παρακαλεί έναν απ᾽ αυτούς να τοποθετεί τις ψηφίδες της αρίθμησης και, αριθμώντας από τη στήλη των χιλιάδων προς τη στήλη των μονάδων και συνάπτοντας, με τρόπο πειστικό, σε κάθε άθροισμα κι ένα όνομα, φτάνει μέχρι το ποσό ακόμη και των δέκα ταλάντων. Αυτό το ποσό ισχυρίζεται ότι το έχει προσφέρει σε εράνους υπέρ των προσώπων που ανέφερε και ότι μάλιστα σ᾽ αυτό δε συνυπολογίζει τα έξοδα ούτε για τις τριηραρχίες ούτε τις άλλες δημόσιες χορηγίες που ανέλαβε. [23.7] Πηγαίνει εκεί όπου πωλούνται άλογα ράτσας και προσποιείται στους πωλητές ότι θέλει τάχα να αγοράσει. [23.8] Αφού πάει στα (εμπορικά) παραπήγματα, ζητά ρουχισμό για δύο τάλαντα και φιλονικεί με το δούλο του, γιατί τάχα τον ακολούθησε χωρίς να πάρει μαζί του τα χρήματα. [23.9] Και ενώ μένει σε νοικιασμένο σπίτι, ισχυρίζεται, σ᾽ εκείνον που δεν το γνωρίζει, ότι αυτό είναι το πατρικό του και ότι πρόκειται να το πουλήσει, γιατί δεν του φτάνει για τον κόσμο που συνήθως φιλοξενεί.
|