ΦΙΛ. Ω του Άδη εσύ φωτιά, ω σωστό τέρας,
της πιο άτιμης ψευτιάς αρχιτεχνίτη,
πώς το ᾽καμες; πώς μ᾽ απάτησες έτσι;
και δεν ντρέπεσαι ακόμη να με βλέπεις
εμένα, που σου πρόσπεσα στα πόδια,
930εμένα τον ικέτη σου, πανάθλιε;
Μου στερείς τη ζωή μου που μου παίρνεις
τα τόξ᾽ αυτά, μα σε καθικετεύω,
δώσ᾽ μου τα πίσω, δώσ᾽ μου τα, παιδί μου,
στους πατρικούς θεούς σου σε ξορκίζω,
μη θες να μου αφαιρέσεις τη ζωή μου.
Μα, ω δυστυχία μου, αυτός ούτ᾽ ένα λόγο
πια δε μου λέει και, σαν να το ᾽χει πάρει
απόφαση, γυρίζει αλλού τα μάτια.
Ω λιμιώνες, ω κάβοι, ω άγρια βράχια
κι ω συντρόφοι μου εσείς του λόγγου αγρίμια,
σε σας τα λέω γιατί δεν ξέρω κι άλλον
να του κλαυτώ, σε σας που, μαζί πάντα,
μ᾽ έχετε συνηθίσει να μ᾽ ακούτε·
940νά τί μὄκαμε ο γιος ενού Αχιλλέα!
μου ορκίστηκε πως θα με φέρει πίσω
στον τόπο μου κι αυτός με πάει στην Τροία·
το δεξί χέρι μὄδωσε για πίστη
κι αυτός μου πήρε και κρατάει τα τόξα
τα ιερά του Ηρακλέα του γιου τού Δία·
και θέλει στους Αργείους να μ᾽ επιδείξει
πως ένα ήρωα δυνατό τούς πάει
που έπιασε με τη βία και δε γνωρίζει
πως σκοτώνει νεκρό, σκιά του αγέρα,
φάντασμ᾽ άδειο· γιατί ποτέ του, αν είχα
τη δύναμή μου, δε θα με νικούσε,
αφού ούτε ως είμαι, παρά με το δόλο·
τώρα είμαι προδομένος και δεν έχω
ο άμοιρος τί να κάμω· μα έλα, δώσ᾽ τα·
950καιρός ακόμα να γενείς ό,τ᾽ ήσουν.
Τί λες; σιωπάς; τέλειωσα ο άμοιρος, πάω.
Ω βράχε με τις δυο μπασιές σου, νά ᾽μαι,
σε ξαναμπαίνω πάλι, άοπλος, δίχως
να ᾽χω πώς να τραφώ κι έτσι αυτού μέσα,
στη σπηλιά αυτή θα ξεραθώ μονάχος
κι ούτε πουλί πετάμενο ούτε αγρίμι
του βουνού θα ᾽χω με τα τόξα αυτά μου
να σκοτώνω· μα το νεκρό κορμί μου
θροφή θα γίνει εκείνων που με θρέφαν·
και τώρ᾽ αυτά που εγώ πριν κυνηγούσα
θενα με κυνηγούν ν᾽ αντιπλερώσω
φόνο με φόνο ο τρισδυστυχισμένος,
κι όλα χάρη σ᾽ αυτόν που φαίνονταν
960πως ούτε ιδέα ᾽πό κακό δεν είχε.
Στο ανάθεμα να πας — μα όχι, πρι μάθω
α δε θα πεις ν ᾽αλλάξεις γνώμη ακόμα,
ειδεμή, θάνατος κακός να σέ ᾽βρει.
|