ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (Έρχεται σιγά η Αντιγόνη με οπλοφόρους)
ΚΟΡ. Μα τώρα κι εγώ σπρώχνομαι
τους νόμους να πατήσω,
και δεν μπορώ, αυτά βλέποντας,
τα δάκρυα να κρατήσω,
όταν θωρώ τη δύστυχη
εδώ, την Αντιγόνη,
στο στρώμα να σιμώνει,
που όλους θα μας δεχτεί!
ΑΝΤ. (σταματά)
Εσείς λοιπόν, θωρείτε με,
πὄχομε μια πατρίδα!
810Πια δεν θα δουν τα μάτια μου
του ήλιου την αχτίδα!
Κι ο Άδης στον Αχέροντα,
στο ρέμα του θανάτου,
στον κόσμον εκεί κάτου,
με σέρνει ζωντανή.
Για μένα δεν ακούστηκαν
νυφιάτικα τραγούδια·
την κεφαλή δεν έραναν
νυφιάτικα λουλούδια.
Τώρα με τον Αχέροντα
τον γάμο μου θα κάμω,
εκεί στον Άδη χάμω,
κάτω στη μαύρη γη!
ΚΟΡ. Γιομάτη δόξα κι έπαινο
με τους νεκρούς πηγαίνεις·
και τέτοια μοίρα ατίμητη
μονάχα εσύ λαχαίνεις,
πως ζωντανή κι ελεύτερη,
820δίχως να σε σκλαβώσουν
ή αρρώστιες να σε λιώσουν,
θα κατεβείς εκεί.
ΑΝΤ. Η πέτρα, καθώς άκουσα,
τριγύρω στη Νιόβη
σαν τον κισσόν εφύτρωσε
και τη ζωή της κόβει·
πάνω στους άσπρους ώμους της
830και βρέχει και χιονίζει,
και πάντα αυτή δακρύζει.
Η μοίρα μου είναι αυτή!
ΚΟΡ. Από θεούς γεννήθηκε
και σα θεά τιμιέται·
αλλ᾽ ο θνητός ο άνθρωπος
από θνητούς γεννιέται.
Κι εσύ με τους ισόθεους
Αν ίδιο κλήρο λάχεις,
δόξα μεγάλη θα ᾽χεις,
στον κόσμο θ᾽ ακουστείς!
|