ΕΞΟΔΟΣ ΥΛΛ. Οϊμέ, κακό που μ᾽ εύρηκε, οϊμέ,
πατέρα μου για σένα.
Τί να γενώ, πού να στραφώ;
Αλίμονό μου.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Σιγά, παιδί μου, μήπως και
ξυπνήσεις τους σκληρούς τούς σπαραγμούς
που τον πατέρα σου τρελαίνουν·
γιατί κι έτσι όπως είναι ζει·
μα δάγκα εσύ
το στόμα σου και σώπα.
ΥΛΛ. Γέροντ᾽, αλήθεια λες; να ζει;
ΓΕΡ. Κοίτα μην τον ξυπνάς
που ο ύπνος τώρα τον κρατά·
μην τον κινήσεις και ξανάρθει
ζωντανεμένο το κακό
980το ανήμερο, παιδί μου.
ΥΛΛ. Μα δε σηκώνω, ο δύστυχος,
τ᾽ αβάσταγο το βάρος· φεύγει ο νους μου.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ω Δία,
σε ποιόν τόπο να βρίσκομαι;
σε ποιούς ανάμεσ᾽ ανθρώπους
να κείτομαι,
δαμασμένος από άσωστους πόνους;
Ωχ αλίμον᾽ ο άμοιρος,
νά ξανά που οι κατάρατοι
με σπαράζουν, οϊμέ.
ΓΕΡ. Λοιπόν είδες τί κέρδος θενά ᾽τανε
να κρατούσες σιωπή
990και τον ύπνο απ᾽ τα βλέφαρα
να μην του ᾽διωχτες;
ΥΛΛ. Μα δεν έχω τη δύναμη
πώς να βαστώ να τα βλέπω
αυτά τα μαρτύρια.
ΗΡΑ. Ω του Κηναίου βωμοί
που θεμέλιωσα, ποιά πλερωμή
αντί ποιές προσφορές
που μου φύλαγες του άμοιρου, ω Δία·
σε ποιόν όλεθρο μ᾽ έριξες, σε ποιό;
που είθε να ᾽ταν στα μάτια μου
να μην έβλεπα, ο άθλιος, ποτέ
και ποτέ να μη γνώριζ᾽ αυτής
της μανίας το αγήτευτο τ᾽ άνθος.
Γιατί ποιός γητευτής,
1000ποιό άξιο χέρι τεχνίτη γιατρού,
έξω ο Δίας, θα ξόρκιζε τέτοιο κακό,
που μακριά μου να δω, θα ᾽λεα θάμα;
|