(Το σκηνικό αλλάζει. Μια πλατεία της Αθήνας με δυο σπίτια αντικριστά, που τα χωρίζει ένας δρομάκος. Μια γριά προβάλλει το κεφάλι της απ᾽ το παραθύρι του ενός σπιτιού.)
Α’ ΓΡΙΑ
Άντρα δε γλέπω. Η ώρα περασμένη.
Κι εγώ φκιασιδωμένη, με φουστάνι
κροκωτό, περιμένω άπραγη εδώ.
880Και μοναχή μου ψιλοτραγουδάω
και σειέμαι και λυγιέμαι, να τραβήξω
κάποιον νταβραντισμένο διαβατάρη.
Ω Μούσες, κατεβείτε μου στο στόμα
να πείτ᾽ ένα τραγούδι ανατολίτικο.
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ
(Προβάλλει απ᾽ το παραθύρι τ᾽ αντικρινού σπιτιού.)
Με πρόλαβες, σαράβαλο, και βγήκες
στο παραθύρι. Νόμισες πως έλειπα
κι ήθελες πάνου στη αναβροχιά
να ξεγελάσεις κάποιον να τον πάρεις
με το βραχνό τραγούδι σου. Κι εγώ
στο πείσμα σου θα γλυκοτραγουδήσω.
Κι αν οι πολλοί βαριούνται τα τραγούδια
όμως έχουν τη χάρη τους κι αυτά
κι η κωμωδία τα θέλει.
Α’ ΓΡ. (δείχνει το μεσαίο της δάκτυλο)
Νά σου, πάρ᾽ το
890να βολευτείς. (στον αυλητή του χορού) Κι ελόγου σου, ομορφόπαιδο,
τη φλογέρα σου πάρε να μου παίξεις
ένα σκοπό που να καλοταιριάζει
τω δυονώ μας, σε μένα και σε σένα!
(Η Γριά τραγουδά με τη συνοδεία της φλογέρας.)
Όποιος θέλει να χορτάσει
έρωτα βαρβάτο, νά ᾽ρθει
να πλαγιάσουμε αγκαλίτσα.
Οι άγουρες δεν έχουν γνώση
κι ούτε μαστοριά, μονάχα
οι ώριμες και δουλεμένες.
Και καμιά δεν ξέρει τόσο
να κρατήσει μαγεμένον
τον καλό της, όσο εγώ.
Οι μικρές κάνουν φτερά
και κουρνιάζουν όπου βρούνε.
ΚΟΠ. (τραγουδώντας κι αυτή)
900Μη ζηλεύεις τις μικρούλες
και τα τρυφερούδια, πὄχουν
απαλά μεριά και στήθος
δυο μελοροδάκινα!
Ω μπαμπόγρια μαδημένη
και πατσαλειμμένη, εσένα
Χάρος μοναχά σού πρέπει.
Α’ ΓΡ. (τραγουδώντας)
Ω, που να σου πέσ᾽ η τρύπα
και να σωριαστεί σου η κλίνη
κι όταν πας να κολληθείς,
αντίς άντρα φίδι νά ᾽βρεις
910και μ᾽ αυτό να φιληθείς.
ΚΟΠ. (τραγουδώντας)
Συφορά μου, τί θα γίνω.
Πού ᾽σαι, αγόρι μου, κι αργείς,
ρέβω η μαύρη μοναχή μου
και να λείπ᾽ η μάνα μου!
(κουβεντιαστά)
Τ᾽ αποδέλοιπα τί να σου τα λέω;
(τραγουδιστά)
Πάρε, βάβω, να χαρείς,
έναν πέτσινο εραστή
και να βολευτείς μονάχη.
Δεν κρατιέσαι, τέτοια λύσσα
και φαγούρα σ᾽ έχει πιάσει,
920τέτοιο πάθος λεσβιακό!
(κουβεντιαστά)
Και με τη γλώσσα θέλεις να δουλέψεις.
(τραγουδιστά)
Μα του κάκου προσπαθείς
να μου κλέψεις τα παιχνίδια
κι ούτε θ᾽ αξιωθείς τα νιάτα
τα δικά μου να τα πάρεις.
Α’ ΓΡ. (κουβεντιαστά)
Όσο θέλεις τραγούδα και λυγίσου
σαν τη νυφίτσα, μα κανείς δεν μπαίνει
στο σπίτι σου, πριχού περάσει εδώθες.
(δείχνει τον εαυτό της)
ΚΟΠ. Μονάχα για το ξόδι σου θα μπει.
Αυτό το νέο σού απόμεινε να μάθεις.
Α’ ΓΡ. Όλα τα ξέρουν οι πολυκαιρίσιες.
Και τί μου χολοσκάς για τα χρονάκια μου;
ΚΟΠ. Για τις μπογιές σου θες να χολοσκάω;
Α’ ΓΡ. Πάψε, δε θέλω να μου κουβεντιάζεις.
930ΚΟΠ. Τότες γιατί μου βγήκες στο παράθυρο;
Α’ ΓΡ. Εγώ; Να τραγουδήσω τον καημό μου
για τον όμορφο φίλο μου τον Άδωνη.
ΚΟΠ. Για σένα φίλος μόνο ο Γεροξούρας.
Α’ ΓΡ. Θα τον δεις με τα μάτια σου, όπου να ᾽ναι.
Θά ᾽ρτει. Και νά τος! ΚΟΠ. Όχι δα για σένα,
ψειραλοιφή! Τί να σε κάνει; Α’ ΓΡ. Ναίσκε!
ΚΟΠ. Καλά λοιπόν. Εγώ θα τραβηχτώ.
Κάτσε να ιδείς προς πού θα βάνει πλώρη.
(τραβιέται από το παράθυρο)
Α’ ΓΡ. Κι εγώ θα τραβηχτώ, γιατί ᾽μαι πιότερο
περήφανη από σένα και φιλότιμη.
|