Από το σπίτι του Πλούτωνα βγαίνουν ο Διόνυσος, ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, στο Διόνυσο.
830Δε θέλω ορμήνιες· είμαι ανώτερός του
στην τέχνη, κι επιμένω για το θρόνο.
ΔΙΟ. Αισχύλε, ακούς τί λέει· γιατί σωπαίνεις;
ΕΥΡ. Θα πάρει πρώτα αγέρωχο ύφος, όπως
στις τραγωδίες τ᾽ αλλόκοτα αγαπούσε.
ΔΙΟ. Μη λες μεγάλα λόγια, ευλογημένε.
ΕΥΡ. Τον ξέρω εγώ, τον έχω ξεψαχνίσει·
πλασμάτων άγριων πλάστης, κι ένα στόμα
αυθαίρετο, αχαλίνωτο, ασυγκράτητο
κι απύλωτο, που δεν του μπαίνει φράχτης·
δέσμες τα λόγια τα γεμάτα στόμφο.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Αλήθεια, γιε της θεάς της αρουραίας;
840Εσύ για μένα αυτά, φλυαρίας συλλέχτη,
κουρελιών συρραφέα, ζητιανολόγε;
Μα θα το μετανιώσεις. ΔΙΟ. Πάψε, Αισχύλε,
κι απ᾽ το θυμό μην παραφέρνεσαι έτσι.
ΑΙΣ. Όχι, όχι· θ᾽ αποδείξω πρώτα τί είναι
αυτός, που όλο κουτσούς στο θέατρο βγάζει
και το σπουδαίο μας κάνει, ενώ είναι νούλα.
ΔΙΟ. Παιδιά, ένα λαγιαρνί εδώ πέρα φέρτε·
πλακώνει ανεμορούφουλας σε λίγο.
ΑΙΣ. Βρε, που αρμαθιάζεις μονωδίες της Κρήτης,
850κι ανόσιους γάμους στα έργα σου προβάλλεις…
ΔΙΟ. Πολυσέβαστε Αισχύλε, συγκρατήσου.
Κι εσύ, φτωχέ Ευριπίδη, αν έχεις γνώση,
τραβήξου και φυλάξου απ᾽ το χαλάζι,
μην πάει και σου πετάξει απ᾽ το θυμό του
καμιά φράση αγκωνάρι στο μελίγγι,
και χυθεί και σκορπίσει… ο Τήλεφός σου.
Ήρεμα, Αισχύλε, όχι με οργή, να κάνεις
τον έλεγχο, ν᾽ ακούς και το δικό του·
είστε ποιητές· δεν πάει να βρίζεστε έτσι
που οι φουρνάρισσες κάνουν· εσύ σκούζεις
σαν το πουρνάρι που άναψε και τρίζει.
|