(Γυρίζει ο Παφλαγόνας κουβαλώντας ένα βαρύ σεντούκι, που το απιθώνει μπροστά του).
ΠΑΦ. Νά, κοίτα! Κι άφησα κι άλλους μέσα!
(Γυρίζει ο Αλλαντοπώλης κουβαλώντας βαρύ σεντούκι).
ΑΛΛ. Άι, άι, μ᾽ έπιασε χεσούρα, κι άφησα κι άλλους μέσα!
ΔΗΜ. Τί είναι τούτα εδώ;
ΠΑΦ. Χρησμοί.
ΔΗΜ. Όλα;
ΠΑΦ. Ζαλίστηκες; [1000] Και πού ᾽σαι ακόμα! Μά τον Δία, έχω κι άλλο σεντούκι γεμάτο.
ΑΛΛ. Κι εγώ, το επάνω πάτωμα και δυο διαμερίσματα γεμάτα.
ΔΗΜ. Γιά να δω, τίνος τέλος πάντων είναι οι χρησμοί;
ΠΑΦ. Οι δικοί μου είναι του Βάκη.
ΔΗΜ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Και οι δικοί σου τίνος;
ΑΛΛ. Του Γλάνη, του μεγαλύτερου αδερφού του Βάκη.
ΔΗΜ. Και για τί κάνουν λόγο;
ΠΑΦ. Για την Αθήνα, για την Πύλο, για σένα, για μένα, για όλα τα πάντα.
ΔΗΜ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Κι οι δικοί σου, για τί κάνουν λόγο;
ΑΛΛ. Για την Αθήνα, για τις φακές, για τους Λακεδαιμόνιους, για σκουμπριά φρέσκα, για τους αλευράδες της αγοράς που μας κλέβουν στο ζύγι, για σένα, για μένα. (Μονολογεί:) [1010] Κι ετούτος ας δαγκώσει το πέος του.
ΔΗΜ. Άιντε λοιπόν, διαβάστε τους ν᾽ ακούσω· και πρώτα πρώτα τον χρησμό που μιλά για μένα και μου δίνει χαρά που θα γίνω «μέσα στα σύγνεφα αϊτός».
ΠΑΦ. Άκουε λοιπόν και δώσε προσοχή στα λόγια μου· (Διαβάζει:)
«Βάλε βαθιά στις φρένες σου, βλαστάρι του Ερεχθέα,
το πού το πάνε οι χρησμοί, που ο Απόλλωνας για σένα
χούγιαξε μες απ᾽ τ᾽ άδυτα, κι ακούστηκ᾽ η φωνή του
ανάμεσ᾽ απ᾽ τους τρίποδες τους σεβαστούς περίσσια:
Φύλαγε σαν τα μάτια σου τον ιερό το σκύλο
το καρχαρόδοντο-σκυλί, που χάσκοντας μπροστά σου
άγρια για σένα αλυχτά, μιστό να κονομήσει.
Την εντολή μου αν παραβείς, ο σκύλος θα ψοφήσει.
[1020] Οι κάργες, σμάρι, τον μισούν, τον τρων με τις κρωξιές τους».
ΔΗΜ. Μά τη Δήμητρα, δεν βγάζω νόημα από τούτα δω. Γιατί ποιά σχέση έχουν ο Ερεχθέας με τις καλιακούδες και τον σκύλο;
ΠΑΦ. Ο σκύλος είμ᾽ εγώ· γιατί αλυχτάω για χάρη σου. Κι ο Φοίβος σου ᾽δωσε εντολή να φυλάς σαν τα μάτια σου εμένα, τον σκύλο.
ΑΛΛ. Δεν λέει τέτοιο πράμα ο χρησμός, αλλά ετούτος ο σκύλος (δείχνει τον Παφλαγόνα) μασουλά τους χρησμούς σαν χυλό από κουρκούτι. Αν θες να μάθεις την αλήθεια για τούτον τον σκύλο, άκουσε τον δικό μου χρησμό.
ΔΗΜ. Λέγε λοιπόν, αλλά πρώτα θα πάρω πέτρα για να μη με δαγκάσει ο χρησμός με το σκύλο.
ΑΛΛ. (Διαβάζει:)
[1030] «Φυλάξου απ᾽ τον Κέρβερο, βλαστάρι του Ερεχθέα,
το σκύλο το δουλέμπορο, που, όταν δειπνάς, χαδιάρης
με την ουρά του σε πλανά, μ᾽ αυτός παραφυλάει,
σαν θα χαζεύεις κάπου αλλού, το πιάτο σου να φάει.
Κι όταν νυχτώσει, στα κλεφτά, ως φέρνονται οι σκύλοι,
τρυπώνει στην κουζίνα σου, χαμπάρι δεν τον παίρνεις,
και γλείφει τα τσουκάλια σου, γλείφει και τα νησιά σου».
ΔΗΜ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Μά τον Ποσειδώνα, Γλάνη, τα λες πολύ καλύτερα.
|