ΧΟΡΟΣ
Α, θεοί, νέοι θεοί, τους νόμους τους παλιούς μου
ποδοπατάτε και μου παίρνετ᾽ απ᾽ τα χέρια.
780Και καταφρονεμένη και βαριογομισμένη
η μαύρη εγώ, στη χώρα τούτη, αλί!
θα στάξω φθορά,
θα χύσω φαρμάκι, θα χύσω,
τ᾽ άχτι να βγάλω απ᾽ την καρδιά,
κι απ᾽ το φαρμάκι θ᾽ απλώσει στη γης
σε φύλλα και σπόρους παντού φυλλοξέρα
—ω εκδίκησ᾽ εκδίκηση! — ν᾽ αφήσει εδώ πέρα
περνώντας θανάτου φθορά.
Στενάζω· τί κάνω;
790βαριά στους ανθρώπους θα πέσω·
αλί μας! μεγάλα που πάθαμ᾽ εμείς
με το άτιμο πένθος,
αλίμονο, κόρες της Νύχτας.
ΑΘΗΝΑ
Εμέν᾽ ακούτε, μην το παίρνετε το πράμα
κατάκαρδα έτσι, και δεν είστε σεις χαμένες·
με ισοψηφία μόνο και χωρίς νοθείες
κρίθηκε η δίκη, κι όχι για ταπείνωσή σας·
μα ήταν του Δία οι ολότρανες οι μαρτυρίες
κι ο ίδιος εδώ τις έφερε που στον Ορέστη
έδωσε το χρησμό, πως τίποτα δεν έχει
κακό να πάθει, αν έκανε ό,τι έχει κάμει.
800Μα εσείς στη χώρ᾽ αυτή βαριά χολή ξερνάτε·
σκεφτείτε, μη σας παίρν᾽ η οργή, μηδέ τους κάμπους
κάμετ᾽ άκαρπους στάζοντας αφρό απ᾽ το στόμα
μ᾽ αχνούς καυτούς που ανήμερα τις σπορές φτείρουν.
Γιατ᾽ άφευχτα σας τάζω εγώ, πως στη γη τούτη
θενά ᾽χετ᾽ άδυτα άξιά σας να κατοικείτε
και στους λιπαροθρόνους σας βωμούς επάνω
θα σας τιμά με σεβασμό βαθύ ο λαός μου.
|