ΙΠΠ. Πατέρα, η μάνητά σου και το ξέπαρμα
του νου σου φοβερά. Κι όμως το πράμα
κι αν σηκώνει ομορφόλογα, δεν είναι
καθόλου δίκιο, αν το καλοεξετάσεις.
Εγώ ᾽μαι αδέξιος να μιλάω σε κόσμο,
αλλά σε λιγοστούς και συνομήλικους
τα καταφέρνω πιο καλά. Κι έτσ᾽ είναι!
Μπροστά στους γνωστικούς οι τιποτένιοι
τα χάνουν, μα στον όχλο κελαηδάνε.
990Όμως ανάγκη, αφού με βρήκε τέτοια
κακοτυχιά, τη γλώσσα μου να λύσω.
Και πρώτ᾽ από την πλάγια σου φοβέρα
θ᾽ αρχίσω, πως χωρίς ν᾽ αντιμιλήσω
θα με χαλάσεις! Κοίτα το ηλιοφώς,
κοίτα τη χώρα! Μες σ᾽ αυτά κανένας
δε γεννήθηκεν —όσο κι αν τ᾽ αρνιέσαι—
από μένα πιο φρόνιμος. Και πρώτα
ξέρω τα θεία να σέβομαι, κατόπι
να ᾽χω φίλους που τ᾽ άδικο μισούνε
και ντρέπονται να κάνουν ή να λένε
πράματα αισχρά και μήτε ανταποδίνουν
το κακό σ᾽ όσους το ᾽χουνε συνήθειο.
1000Τους φίλους μου δεν τους γελάω, πατέρα.
Τίμιος είμαι κοντά τους ή μακριά τους.
Κι ένα πράμα ποτέ μου δεν το γνώρισα!
Αυτό που τώρα εσύ με κακοβάνεις:
τη γυναίκα! Το σώμα μου ως τα σήμερα
αμόλευτο. Δεν ξέρω αυτήν την πράξη
παρά από ζωγραφιές κι από κουβέντες.
Δε μου αρέσουν αυτά, δεν τα προσέχω!
Γιατί κρατώ παρθένα την ψυχή μου.
Η αγνότητά μου αν δε σε πείθει, τότε
πρέπει εσύ να μου δείξεις πώς εχάλασα.
Μήπως ήταν απ᾽ όλες τις γυναίκες
1010η ομορφότερη᾽ ή μήπως και στοχάστηκα
να τηνε παντρευτώ κι έτσι να γίνω
του θρόνου κληρονόμος; Αλλά τόσον
είμαι μωρός, χωρίς κουκούτσι γνώση;
Ή θα μου πεις γλυκό το βασιλίκι;
Για γνωστικούς, καθόλου! Όσοι αγαπάνε
να μοναρχεύουν, το μυαλό τους χάλασε!
Εγώ ένα πράμα θέλω: να πρωτεύω
στα ελληνικά αγωνίσματα και να ᾽μαι
στην πολιτεία ο δεύτερος, με φίλους
γκαρδιακούς, για να χαίρομαι τη ζήση
κι ό,τι θέλω να κάνω, χωρίς κίντυνο,
1020κι αυτό ᾽ναι πιο γλυκό απ᾽ το βασιλίκι.
Όλα σου τά ειπα κι ένα λείπει, ετούτο:
αν είχα κάποιον που να μαρτυρήσει
ποιός είμαι κι αν με τούτη ζωντανή
κρινόμουν, τότε θα ᾽βλεπες ξετάζοντας
τα πράματα, (όχι λόγια) αν είμαι φταίχτης.
Και τώρ᾽ αμώνω εγώ τον όρκιο Δία,
στη Μάνα γης, πως τόσο δα δεν άγγιξα
το στεφάνι σου μήτε το βουλήθηκα
μηδέ μου πέρασε απ᾽ το νου ποτές.
Καταραμένος κι άτιμος να πέθαινα
(αλήτης δώθε κείθε, άπατρης, άστεγος)
1030και μήτε γης και πέλαο να δεχτούνε
το κουφάρι μου, αν είμ᾽ εγώ κακός.
Αν από κάποιο φόβο αυτή σκοτώθηκε,
δεν το ξέρω και δε μου πέφτει λόγος.
Αν δεν μπόρεσε να ᾽ναι φρόνιμη, όμως
φρόνιμα έπραξε! Εμένα η φρονιμάδα μου
καθόλου δε μου βγήκε σε καλό!
ΚΟΡ. Τα λόγια σου την κατηγόρια γκρέμισαν,
κι έδωσες όρκους, την πιο πλέρια απόδειξη!
|