ΟΡΕ. Τώρα ένα μένει: μυστικό οι γυναίκες
να το κρατήσουν. Έλα, ικέτευέ τες
και σκέψου με τί λόγια θα τις πείσεις·
ξέρει η γυναίκα τις καρδιές να εγγίζει.
Τ᾽ άλλα... οι θεοί δεξιά ας τα φέρουν όλα.
ΙΦΙ. Σ᾽ εσάς ελπίζω, αγαπητές μου, και είναι
στα χέρια σας η τύχη μου: ή να πάω
καλά ή να σβήσω ολότελα, να χάσω
πατρίδα, αγαπητό αδερφό, αδερφούλα
1060μυριάκριβη. Κι ας κάμω αρχή με τούτο:
στο γυναικείο το φύλο, το δικό μας,
η μια αγαπά την άλλη, ανάμεσά μας
έχουμ᾽ εμπιστοσύνη στις δουλειές μας.
Κρατήστε το κρυφό, και στη φυγή μας
βοηθήστε μας. Ωραίο να ᾽ναι κανένας
εχέμυθος. Τρεις φίλτατους μια τύχη,
βλέπετε, περιμένει: ή στην πατρίδα
να πάνε ή να χαθούν. Εγώ αν γλιτώσω,
θα δω κι εσύ απ᾽ την τύχη μου να λάβεις
μερίδιο· να γυρίσεις στην Ελλάδα.
Σας ικετεύω· στο δεξί σου χέρι
σε ορκίζω εσέ, κι εσέ· στο μάγουλό σου
1070εσένα το γλυκό· στα γόνατά σας·
σ᾽ ό,τι στο σπίτι πιο ακριβό σας είναι,
μάνα, πατέρα και παιδιά,... όσες έχουν.
Τί λέτε; Ποιά από σας λέει ναι, —μιλήστε—
ποιά αρνιέται; Αν δε δεχτείτε εσείς, χαμένη
είμαι κι εγώ κι ο δόλιος ο αδερφός μου.
ΚΟΡ. Θάρρος, καλή κυρά μας, κοίτα μόνο
να γλιτώσεις· γι᾽ αυτά που παραγγέλνεις
μιλιά δε βγάζω, μάρτυράς μου ο Δίας.
ΙΦΙ. Καλό να δείτε, να είστε ευτυχισμένες
για τα καλά σας λόγια. Εσείς οι δύο
στο ναό τώρα μπείτε· όπου και να ᾽ναι,
1080ο βασιλιάς θα ᾽ρθει, για να ρωτήσει
αν η θυσία των ξένων έχει γίνει.
Ο Ορέστης και ο Πυλάδης μπαίνουν στο ναό.
Θεά, που στα φαράγγια της Αυλίδας
από το φονικό πατρικό χέρι
μ᾽ έσωσες, έλα σώσε με και τώρα
κι αυτούς μαζί μου· αλλιώς, η αιτία θα γίνεις
να μην πιστεύουν πια οι θνητοί τα λόγια
του Φοίβου. Έβγα καλόβουλη απ᾽ τη χώρα
τη βάρβαρη και φύγε στην Αθήνα·
δε σου ταιριάζει εδώ να μένεις, όταν
μπορείς να πας σε πόλη ευτυχισμένη.
Μπαίνει στο ναό.
|