ΘΕΟ. Είμαι ευσεβής και θέλω έτσι να μείνω·
καθάριο θα κρατήσω τ᾽ όνομά μου
1000και του πατέρα, ουδέ στον αδερφό μου
θα χαριστώ, αποκτώντας κακή φήμη.
Έχω μες στην καρδιά μου από τη φύση
ναό μεγάλο της δικαιοσύνης,
κληρονομιά, Μενέλαε, του Νηρέα
κι όσο μπορώ, θα τη φυλάξω. Πάω
με τη γνώμη της Ήρας, γιατί θέλει
το καλό σου· η Κύπρη ας μη θυμώσει
με μένα, εξάλλου εμείς οι δυο καμία
δεν έχουμε συνάφεια, τι για πάντα
παρθένα θα πασκίσω ν᾽ απομείνω.
Κι όσο για τα πικρά παράπονά σου
που ᾽λεγες στον γονιό μου εδώ στον τάφο,
1110μαζί σου συμφωνώ κι άδικο θα ᾽ταν
να μη σου δώσω πίσω τη γυναίκα·
κι εκείνος το ίδιο θα ᾽κανε, άμα ζούσε.
Υπάρχει βέβαια τιμωρία για τούτα
και σε νεκρούς και ζωντανούς. Δεν έχει
ζωή η ψυχή των πεθαμένων, όμως
αιώνια παίρνει νόηση, όταν σμίξει
με τον αθάνατον αιθέρα. Τέλος,
για να μην παν τα λόγια μου σε μάκρος,
γι᾽ αυτά που με ικετέψατε σωπαίνω·
στην άμυαλη εγώ πράξη του αδερφού μου
δεν γίνομαι βοηθός. Ωφέλεια θα βρει
1020μεγάλη, κι ας μη φαίνεται έτσι, αν θα ᾽ναι
ξανά καλός αντί ασεβής. Κοιτάχτε
να βρείτε κάποια λύση στο φευγιό σας·
εγώ πηγαίνω δίχως να μιλήσω.
Και πρώτα τους θεούς παρακαλέστε·
η Κύπριδα να στέρξει να γυρίσεις,
κι η Ήρα, που λογιάζει αυτόν κι εσένα
να σώσει, ας μην αλλάξει τη βουλή της.
Κι όσο μπορώ, νεκρέ πατέρα μου, όλοι
πάντοτες ευσεβή θα σε φωνάζουν.
(Φεύγει η Θεονόη.)
1030ΧΟΡ. Ο άδικος ποτέ χαρά δεν βλέπει,
μονάχα με το δίκιο η σωτηρία.
|